pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το GRE - Εξασφαλίστε καλή υγεία!

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την υγεία, όπως «benign», «ossify», «imbibe» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις GRE.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for the GRE
anodyne

a type of medicine that helps reduce one's pain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anodyne"
benign

(of an ilness) not fatal or harmful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "benign"
to enervate

to cause someone to lose physical or mental energy or strength

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enervate"
intractable

difficult to cure or solve

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intractable"
to languish

to lose strength or energy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to languish"
lassitude

the condition of not having mental or physical strength or energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lassitude"
to mitigate

to lessen something's seriousness, severity, or painfulness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mitigate"
noisome

extremely repulsive and unpleasant, particularly to the sense of smell

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "noisome"
to ossify

to harden and turn into bone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ossify"
panacea

something that is believed to cure any disease or illness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "panacea"
pathological

relating to or caused by an illness or disease

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pathological"
to recrudesce

(of an unpleasant or dangerous thing) to become active again after being inactive for a period of time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recrudesce"
salubrious

indicating or promoting healthiness and well-being

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salubrious"
soporific

causing one to become sleepy and mentally inactive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soporific"
temperance

the practice of restraining oneself from consuming any or too much alcohol

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "temperance"
torpor

a state of being physically and mentally inactive and tired

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "torpor"
predisposed

having a higher chance of suffering from a specific illness or medical condition

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "predisposed"
to satiate

to fully satisfy a desire or need, such as food or pleasure, often beyond capacity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to satiate"
to savor

to fully appreciate and enjoy the flavor or aroma of a food or drink as much as possible, particularly by slowly consuming it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to savor"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek