pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το GRE - Πειραματιστείτε, μάθετε και επαναλάβετε!

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την επιστήμη, όπως "distil", "eclipse", "jargon" κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις GRE.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for the GRE
cartography

a branch of science and art that consists of creating maps

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cartography"
to contextualize

to think about something with regard to its condition and relating information so as to understand it better

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contextualize"
to corroborate

to provide supporting evidence for a theory, statement, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to corroborate"
counterintuitive

contradictory to the expectations that are formed on common sense or intuition

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "counterintuitive"
credibility

a quality that renders a thing or person as trustworthy or believable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "credibility"
derivative

formed from an idea that is a slight or full copy of something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "derivative"
to discredit

to raise doubt about someone or something and make people stop believing in them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to discredit"
to distill

to heat a liquid and turn it into gas then cool it and make it liquid again in order to purify it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to distill"
to eclipse

to overshadow another astrological body

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to eclipse"
embryonic

belonging to the earlier stages of growth and development

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "embryonic"
empirical

based upon observations or experiments instead of theories or ideas

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "empirical"
empiricism

a theory stating that all knowledge is derived from experience

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "empiricism"
to emulate

to make an attempt at matching or surpassing someone or something, particularly by the means of imitation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to emulate"
erudite

displaying or possessing extensive knowledge that is acquired by studying and reading

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "erudite"
exacting

requiring a great amount of effort, skill, or care

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exacting"
exhaustive

complete with regard to every single detail or element

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exhaustive"
to extrapolate

to estimate something using past experiences or known data

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to extrapolate"
incontrovertible

true in a way that leaves no room for denial or disagreement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incontrovertible"
irrefutable

so clear or convincing that it cannot be reasonably disputed or denied

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irrefutable"
jargon

words, phrases, and expressions used by a specific group or profession, which are incomprehensible to others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jargon"
layperson

someone who lacks professional knowledge regarding a specific subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "layperson"
meticulous

extremely careful and attentive to details

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meticulous"
paradigm

a selection of theories and ideas that explain how a particular school, subject, or discipline is generally understood

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paradigm"
patent

a formal document that gives someone the right to be the only one who makes, uses, or sells an invention or product for a limited amount of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "patent"
peripatetic

constantly traveling to different locations, particularly due to work

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peripatetic"
to peruse

to consider or examine something while being very careful and attentive to detail

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to peruse"
presumptive

probably true due to being reasonable and based on the available facts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "presumptive"
to saturate

to combine so much of a chemical compound with a chemical solution that the solution cannot retain, absorb, or dissolve anymore of that compound

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to saturate"
sentient

possessing the ability to experience, feel, or perceive things through the senses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sentient"
static

remaining still, with no change in position

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "static"
to substantiate

to prove something to be true by providing adequate evidence or facts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to substantiate"
thoroughgoing

very complete, careful, and attentive to detail

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thoroughgoing"
to unearth

to find out about something, particularly by doing research

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to unearth"
untenable

(of a position, argument, theory, etc.) not capable of being supported, defended, or justified when receiving criticism or objection

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "untenable"
virtual

very similar to the actual thing in almost every way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "virtual"
zeitgeist

the defining spirit or mood of a particular period in history, reflecting the ideas and beliefs of the time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "zeitgeist"
to crystallize

to turn into one or multiple crystals

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crystallize"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek