pattern

Προχωρημένο Λεξιλόγιο για το GRE - Από τα αλώνια στα σαλόνια

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τα χρήματα και τις επιχειρήσεις, όπως "divest", "slack", "frugal" κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις GRE.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Advanced Words Needed for the GRE
to defray

to make up for the expense or cost of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to defray"
to divest

to take away someone's possession, right, authority, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to divest"
to fleece

to rob someone of their money by either overcharging or tricking them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fleece"
to incorporate

to legally form a company or organization and to give it a separate legal identity from its owners

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to incorporate"
to levy

to enforce a type of payment, such as fees, taxes, or fines and collect them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to levy"
to mulct

to use deception to obtain someone's money or goods

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mulct"
to slack

to not put in the required amount of effort, care, energy, or attention toward one's responsibilities or obligations

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slack"
to speculate

to make a risky investment while hoping to profit from it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to speculate"
to tender

to formally present or propose something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tender"
to underwrite

to financially support a project, activity, etc. and take responsibility for potential loss

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to underwrite"
hedge

a thing or method that protects one against potential problems, particularly financial ones

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hedge"
illiberality

the quality of being against generosity and the freedom of thought, action, and expression

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illiberality"
lagniappe

something a merchant gives a customer as a bonus after a purchase

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lagniappe"
offset

a thing that reduces or neutralizes the effect of another thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "offset"
pittance

a sum of money that is very insufficient

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pittance"
sinecure

a position that is not demanding or difficult but pays well

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sinecure"
spendthrift

an individual who is in the habit of spending money in a careless and wasteful way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spendthrift"
stipend

a fixed amount of money given to a person regularly as an allowance or salary

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stipend"
venality

the willingness to do something that is immoral or dishonest for money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "venality"
exorbitant

(of prices) unreasonably or extremely high

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exorbitant"
frugal

careful to not spend money in an unnecessary or wasteful way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frugal"
impecunious

severely lacking money

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impecunious"
insolvent

incapable of fulfilling financial obligations due to a lack of money

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insolvent"
internecine

(of a conflict, struggle, or fight) taking place among the people that are from the same country, belief system, group, organization, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "internecine"
lavish

(of people) spending money in an extravagant or generous manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lavish"
net

final amount after the deduction of all costs

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "net"
parsimonious

spending money very reluctantly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parsimonious"
pecuniary

involving or about money

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pecuniary"
penurious

having an extreme lack of money

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "penurious"
prodigal

habitually spending money or other resources in a reckless, extravagant, and wasteful way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prodigal"
provident

planning and preparing for the future, particularly by managing one's finances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "provident"
stingy

unwilling to spend or give away money or resources

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stingy"
thrifty

using money carefully, often in order to save money for future needs

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thrifty"
to consolidate

to merge several financial accounts, debts, funds, into one

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to consolidate"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek