pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 1 - Μάθημα 25

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 1
logic

a field of study that deals with the ways of thinking, explaining, and reasoning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "logic"
logical

capable of following rules of logic and forming ideas based on facts that are true

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "logical"
logician

a person who specializes in or is skilled at symbolic logic and reasoning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "logician"
logistics

the management of supplying labor and materials as needed for an operation or task

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "logistics"
cynic

a person who doubts or questions the sincerity and motives of others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cynic"
cynical

having a distrustful or negative outlook, often believing that people are motivated by self-interest

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cynical"
cynicism

a doubtful view toward others' honesty or intentions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cynicism"
haughtiness

the display of extreme arrogance and disrespect toward others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "haughtiness"
haughty

acting proud and looking down on others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "haughty"
condensation

the process of something becoming more compact or pressed together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "condensation"
to condense

to shorten by removing extra details or unnecessary content

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to condense"
to condescend

to talk down to someone or act superior

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to condescend"
condescending

behaving in a way that makes others feel inferior or belittled

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "condescending"
condescension

the act of treating others as if they are less important

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "condescension"
literacy

the capability to read and write

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "literacy"
literal

focusing on the exact words only, without looking for deeper or implied meanings

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "literal"
literati

well-educated and intelligent people who deal with literature or publishing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "literati"
literature

written works that are valued as works of art, such as novels, plays and poems

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "literature"
descent

a movement or action of coming or going downward

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "descent"
descendant

moving from a higher to a lower place or position

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "descendant"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek