pattern

Βιβλίο Face2face - Ενδιάμεσο - Μονάδα 1 - 1C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 1 - 1Γ στο βιβλίο μαθημάτων Face2Face Intermediate, όπως "ικανοποιημένος", "χορτασμένος", "χαίρομαι" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Face2face - Intermediate
bad

not meeting the expected standards of performance or quality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bad"
feeling

an emotional state or sensation that one experiences such as happiness, guilt, sadness, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feeling"
relaxed

feeling calm and at ease without tension or stress

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relaxed"
nervous

worried and anxious about something or slightly afraid of it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nervous"
pleased

feeling happy and satisfied with something that has happened or with someone's actions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pleased"
embarrassed

feeling ashamed and uncomfortable because of something that happened or was said

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "embarrassed"
angry

feeling very annoyed or upset because of something that we do not like

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "angry"
annoyed

feeling irritated or slightly angry

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "annoyed"
fed up

feeling tired, annoyed, or frustrated with a situation or person

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fed up"
disappointed

not satisfied or happy with something, because it did not meet one's expectations or hopes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disappointed"
stressed

feeling so anxious that makes one unable to relax

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stressed"
calm

not showing worry, anger, or other strong emotions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "calm"
upset

feeling unhappy, worried, or disappointed, often because something unpleasant happened

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upset"
scared

feeling frightened or anxious

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scared"
satisfied

feeling happy because we have what we wanted, or because something has happened the way we wanted

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "satisfied"
confused

feeling uncertain or not confident about something because it is not clear or easy to understand

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confused"
shocked

very surprised or upset because of something unexpected or unpleasant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shocked"
glad

feeling happy, satisfied, or pleased about something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glad"
concerned

feeling worried or troubled about a particular situation or issue

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concerned"
depressed

feeling very unhappy and having no hope

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "depressed"
good

showing exceptional skill or talent in a particular activity or field

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "good"
happy

emotionally feeling good

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "happy"
interested

having a feeling of curiosity or attention toward a particular thing or person because one likes them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interested"
keen

having the ability to learn or understand quickly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "keen"
worried

feeling unhappy and afraid because of something that has happened or might happen

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "worried"
surprised

feeling or showing shock or amazement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surprised"
bored

tired and unhappy because there is nothing to do or because we are no longer interested in something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bored"
frightened

feeling scared or anxious

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frightened"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek