pattern

Βιβλίο Interchange - Άνω του μεσαίου - Μονάδα 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 1 στο βιβλίο μαθημάτων Interchange Upper-Intermediate, όπως «εκτιμώ», «εγωιστικό», «τσιγκούνη» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Upper-intermediate
kind

a group of people or things that have similar characteristics or share particular qualities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kind"
romance

the affectionate relationship between two partners

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "romance"
marriage

the formal and legal relationship between two people who are married

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "marriage"
spouse

a male or female partner in a marriage

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spouse"
partner

the person that you are married to or having a romantic relationship with

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "partner"
steady

regular and constant for a long period of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "steady"
belief

a strong feeling of certainty that something or someone exists or is true; a strong feeling that something or someone is right or good

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "belief"
education

the process that involves teaching and learning, particularly at a school, university, or college

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "education"
background

the details about someone’s family, experience, education, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "background"
opinion

your feelings or thoughts about a particular subject, rather than a fact

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opinion"
quality

the grade, level, or standard of something's excellence measured against other things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quality"
date

a time that is arranged to meet a person with whom one is in a relationship or is likely to be in the future

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "date"
sense of humor

one's ability to say funny things or be amused by jokes and other things meant to make one laugh

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sense of humor"
personality

all the qualities that shape a person's character and make them different from others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personality"
trait

something that is considered typical of a person, place, or thing and identifies them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trait"
easygoing

calm and not easily worried or upset

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "easygoing"
egotistical

having an excessive focus on oneself and one's own interests, often at the expense of others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "egotistical"
inflexible

reluctant to compromise or change one's attitude, belief, plan, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inflexible"
modest

not boasting about one's abilities, achievements, or belongings

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "modest"
outgoing

enjoying other people's company and social interactions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outgoing"
stingy

unwilling to spend or give away money or resources

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stingy"
supportive

giving encouragement or providing help

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supportive"
temperamental

experiencing frequent changes in mood or behavior, often in an unpredictable or inconsistent manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "temperamental"
unreliable

not able to be depended on or trusted to perform consistently or fulfill obligations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unreliable"
stubborn

unwilling to change one's attitude or opinion despite good reasons to do so

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stubborn"
helpful

having a willingness or readiness to help someone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "helpful"
encouraging

giving someone hope, confidence, or support

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "encouraging"
to promise

to tell someone that one will do something or that a particular event will happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to promise"
unpredictable

unable to be predicted because of changing many times

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unpredictable"
irregular

not following a regular or predictable pattern

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irregular"
mood

the emotional state that a person experiences

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mood"
to brag

to talk with excessive pride about one's achievements, possessions, etc. often in exaggerated manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to brag"
accomplishment

a desired and impressive goal achieved through hard work

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accomplishment"
annoyed

feeling irritated or slightly angry

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "annoyed"
to scream

to make a loud, sharp cry when one is feeling a strong emotion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scream"
appointment

a planned meeting with someone, typically at a particular time and place, for a particular purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appointment"
to appear

to become visible and noticeable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to appear"
purpose

a desired outcome that guides one's plans or actions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "purpose"
in addition to

used to add extra or supplementary information

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in addition to"
to pursue

to go after someone or something, particularly to catch them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pursue"
specific

related to or involving only one certain thing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "specific"
generic

relating to or suitable for a whole group or class of things rather than a specific one

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generic"
sufficient

having enough of something to meet a particular need or requirement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sufficient"
particular

unique and distinctive among others that are of the same general classification

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "particular"
passion

a powerful and intense emotion or feeling toward something or someone, often driving one's actions or beliefs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "passion"
to admire

to express respect toward someone or something often due to qualities, achievements, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to admire"
to feature

to have something as a prominent or distinctive aspect or characteristic

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to feature"
complaint

a statement that conveys one's dissatisfaction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "complaint"
forum

a public meeting place where people can discuss and exchange views on various topics or issues

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forum"
feline

belonging or relating to a mammal of the cat family

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feline"
to appreciate

to be thankful for something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to appreciate"
activist

a person who tries to bring about political or social change, especially someone who supports strong actions such as protests, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "activist"
entrepreneur

a person who starts a business, especially one who takes financial risks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entrepreneur"
strategy

an organized plan made to achieve a goal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strategy"
mustache

hair that grows or left to grow above the upper lip

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mustache"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek