pattern

Βιβλίο Total English - Προχωρημένο - Ενότητα 10 - Μάθημα 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 10 - Μάθημα 2 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Advanced, όπως "dumbstruck", "take aback", "ecstatic" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Advanced
thrilled

very excited, happy, or pleased about something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thrilled"
furious

feeling great anger

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "furious"
to take aback

to surprise someone so much that they are unable to react quickly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take aback"
ecstatic

extremely excited and happy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ecstatic"
indifferent

not showing any concern in one's attitude or actions toward a particular person, situation, or outcome

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indifferent"
miserable

feeling very unhappy or uncomfortable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "miserable"
chuffed

very pleased, proud, or delighted about something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chuffed"
uninterested

lacking interest or enthusiasm toward something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uninterested"
terrified

feeling extremely scared and afraid

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "terrified"
flabbergasted

extremely surprised, shocked, or astonished to the point of being speechless or confused

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flabbergasted"
dumbstruck

so surprised or shocked that one is temporarily unable to speak or react

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dumbstruck"
outraged

feeling very angry or shocked about something that is unfair or wrong

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outraged"
delighted

filled with great pleasure or joy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delighted"
livid

extremely angry, furious, or emotionally agitated

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "livid"
petrified

frozen in place, often due to shock or fear

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "petrified"
upset

feeling unhappy, worried, or disappointed, often because something unpleasant happened

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upset"
sack

a container made of paper or plastic material used for holding and carrying a customer's purchased items

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sack"
mattress

the part of a bed made of soft material on which a person sleeps

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mattress"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek