pattern

Σπίτι και Κήπος - Μαγειρικά σκεύη και σκεύη ψησίματος

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τα μαγειρικά σκεύη και τα σκεύη ψησίματος όπως "τηγάνι", "ταψί ψησίματος" και "μπολ ανάμειξης".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Home and Garden
baking tray

a flat, rectangular metal pan that is used for baking and cooking food in the oven

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baking tray"
baking dish

a shallow, rectangular or round dish used for baking food in the oven, typically made of glass, ceramic, or metal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baking dish"
braiser

a cookware that is used for slow-cooking meat or vegetables on the stovetop or in the oven, typically has a heavy lid that helps to trap moisture and flavor while cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "braiser"
beanpot

a deep, wide-bellied, ceramic or earthenware cooking pot, typically with a lid, designed for slow-cooking baked bean dishes and other hearty stews in the oven

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beanpot"
cake pan

a baking dish, usually round or rectangular in shape, that is used for baking cakes and other baked goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cake pan"
bread pan

a baking dish used for making bread and similar baked goods in a rectangular or square shape

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bread pan"
casserole

a large deep container with a lid in which food can be cooked in an oven

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "casserole"
chip pan

a deep-sided frying pan used to make French fries or chips, often featuring a wire basket that can be lowered into the hot oil for frying and lifted out for draining excess oil

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chip pan"
double boiler

a cooking tool that allows for gentle heating and melting of foods by using two pans, with the lower pan holding water and the upper pan holding the food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "double boiler"
frying pan

a flat-bottomed pan with low sides and a long handle, typically used for frying and browning foods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frying pan"
grill pan

a type of frying pan with raised ridges or grooves on the cooking surface that simulate the char marks of an outdoor grill

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grill pan"
lid

the removable cover at the top of a container

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lid"
mixing bowl

a bowl typically used in cooking and baking for combining ingredients

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mixing bowl"
mold

a container or shape used to form food into a particular shape or form, such as a cake mold or a gelatin mold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mold"
pan

a metal container with a long handle and a lid, used for cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pan"
pizza stone

a thick, usually round or rectangular stone slab used for baking pizzas in an oven

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pizza stone"
pot

a container which is round, deep, and typically made of metal, used for cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pot"
roaster

a pan or tray used for cooking meat, poultry, and vegetables

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "roaster"
saucepan

a round metal container, which is deep and has a long handle and a lid, used for cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "saucepan"
ramekin

a small, individual serving dish, often made of ceramic or glass, used for baking or serving individual portions of food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ramekin"
saucepot

a deep cooking pot with two handle and a lid, typically used for making sauces, stews, and soups

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "saucepot"
wok

a pan in the shape of a bowl, especially used for making Chinese dish

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wok"
stockpot

a large, deep pot used for making stocks, soups, and stews

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stockpot"
saute pan

a cooking pan that has a flat bottom and tall, straight sides, and is used for sautéing, searing, and frying food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "saute pan"
muffin tin

a baking pan with individual cups or molds designed to make muffins, cupcakes, and other small baked goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "muffin tin"
cooling rack

a raised and open grid-like structure used to place freshly baked or cooked food to cool

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cooling rack"
cookie sheet

a flat metal sheet on which cakes or cookies are baked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cookie sheet"
cookie-cutter

a small, typically metal or plastic, kitchen tool used to cut dough or fondant into various decorative shapes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cookie-cutter"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek