pattern

Επίθετα που Περιγράφουν Αισθητηριακές Εμπειρίες - Επίθετα της μυρωδιάς

Αυτά τα επίθετα περιγράφουν το ποικίλο φάσμα αρωμάτων και οσμών που μπορεί να συναντήσει κανείς στο περιβάλλον μας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Adjectives Describing Sensory Experiences
stinky

smelling very bad

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stinky"
fragrant

having a pleasant or sweet-smelling aroma

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fragrant"
aromatic

having a strong and pleasant smell

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aromatic"
scented

having a delightful aroma

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scented"
pungent

having a strong, sharp smell or taste that can be overpowering and somewhat unpleasant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pungent"
putrid

breaking down and rotting, typically referring to organic material

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "putrid"
rancid

(of food) having a spoiled or decomposed smell, typically due to the breakdown of fats or oils

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rancid"
reeking

emitting an extremely strong and unpleasant odor

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reeking"
sweet-smelling

having a pleasant and sweet aroma

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sweet-smelling"
odorous

possessing a distinct or recognizable scent, often unpleasant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "odorous"
perfumed

infused or treated with a fragrance, typically through the application of a scented substance like perfume, to impart a pleasant smell

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perfumed"
fusty

having a stale and old smell, often suggesting a lack of freshness or cleanliness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fusty"
fetid

having a strong and unpleasant smell

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fetid"
smoky

having a strong smell of smoke

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smoky"
citrusy

having a taste or smell that is reminiscent of citrus fruits, like lemons, oranges, or limes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "citrusy"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek