pattern

Σχέσεως Επίθετα - Επίθετα της Ιατρικής

Αυτά τα επίθετα συνδέονται με τον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, της ιατρικής πρακτικής ή της μελέτης και θεραπείας ασθενειών.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Relational Adjectives
benign

(of an ilness) not fatal or harmful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "benign"
malignant

(of a tumor or disease) uncontrollable and likely to be fatal

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "malignant"
vaccinated

having received a vaccine, which can help prevent the spread of certain diseases by making a person immune to them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vaccinated"
antibiotic

related to medicines or treatments that can kill or inhibit the growth of bacteria

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antibiotic"
medical

related to medicine, treating illnesses, and health

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "medical"
medicinal

having properties or qualities suitable for treating or curing illnesses or promoting health

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "medicinal"
biomedical

relating to applying biology and medical principles to studying and treating diseases and health problems

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biomedical"
pharmaceutical

related to the production, use, or sale of medicines

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pharmaceutical"
pathological

relating to or caused by an illness or disease

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pathological"
menstrual

relating to the monthly process of menstruation in females, involving the shedding of the uterine lining

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "menstrual"
autoimmune

relating to a condition where the body's immune system mistakenly attacks its own cells, tissues, or organs

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "autoimmune"
diagnostic

related to identifying or determining the presence of an illness or problem by analyzing various symptoms or signs

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diagnostic"
diabetic

relating to a medical condition characterized by an impaired ability to regulate blood sugar levels

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diabetic"
surgical

related to or involving medical procedures that involve making incisions in the body to treat injuries, diseases, or deformities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surgical"
digestive

relating to the process of breaking down food in the body and absorbing its nutrients

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "digestive"
clinical

relating to the observation, examination, and treatment of patients in a medical setting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clinical"
microbial

related to microorganisms, such as bacteria, viruses, fungi, or protists

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "microbial"
antimicrobial

related to substances or treatments that have the ability to inhibit the growth of or destroy microorganisms

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antimicrobial"
viral

caused by or related to a virus

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "viral"
antiviral

inhibiting or destroying the growth and replication of viruses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antiviral"
bacterial

related to bacteria, which are tiny organisms that can cause infections or serve beneficial roles in various environments

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bacterial"
antibacterial

related to substances or agents that have the ability to inhibit the growth and reproduction of bacteria

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antibacterial"
inflammatory

causing or involving swelling and irritation of body tissues

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inflammatory"
parasympathetic

relating to the part of the nervous system that promotes relaxation and digestion in the body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parasympathetic"
pediatric

relating to the branch of medicine that focuses on the care and treatment of children and adolescents

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pediatric"
cancerous

related to or characterized by the presence of cancer, a disease caused by the uncontrolled growth and spread of abnormal cells

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cancerous"
degenerative

characterized by the gradual deterioration or decline of a particular organ, system, or function in the body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "degenerative"
premedical

relating to the period or courses of study undertaken before entering medical school

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "premedical"
therapeutic

having a positive effect on both physical and mental well-being

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "therapeutic"
cosmetic

related to improving the appearance of the body, especially the face and skin

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cosmetic"
dietary

related to the food and nutrition aspects of a person's diet

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dietary"
nutritional

related to the nourishment provided by food and its impact on health, promoting growth and overall bodily well-being

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nutritional"
pharmacological

related to the study or effects of drugs and medications on the body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pharmacological"
rehabilitative

aimed at restoring or improving physical or mental function after injury, illness, or addiction

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rehabilitative"
immunological

related to the body's immune system, including its function, response, and interactions with foreign substances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "immunological"
radiological

related to the use of radiation, especially in medical imaging and diagnosis

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "radiological"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek