pattern

Ρήματα που Σχετίζονται με Θέματα - Ρήματα που σχετίζονται με τη φωτιά

Εδώ θα μάθετε μερικά αγγλικά ρήματα που αναφέρονται στη φωτιά όπως "burst", "burn" και "go out".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized English Topic-related Verbs
to explode

to break apart violently and noisily in a way that causes destruction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to explode"
to burst

to suddenly and violently break open or apart, particularly as a result of internal pressure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to burst"
to blast

to violently damage or destroy something using explosives

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blast"
to detonate

to explode suddenly and violently due to a strong chemical or physical reaction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to detonate"
to blow up

to explode forcefully and releasing energy through a chemical or physical reaction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blow up"
to go off

(of a gun, bomb, etc.) to be fired or to explode

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go off"
to fulminate

to erupt or burst forth with sudden and intense energy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fulminate"
to erupt

(of a volcano) to explode and send smoke, lava, rocks, etc. into the sky

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to erupt"
to flame

to burn brightly in a hot gas

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flame"
to combust

to burn or explode as a result of a chemical reaction with oxygen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to combust"
to flare

to burn and give off a strong light

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flare"
to burn

to be on fire and be destroyed by it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to burn"
to char

to lightly burn something, causing a change in color on its surface

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to char"
to sear

to lightly burn the surface of something with intense heat

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sear"
to blaze

to burn in a very bright and strong flame

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blaze"
to light

to set something on fire

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to light"
to ignite

to cause something to catch fire

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ignite"
to go out

(of fire or a light) to stop giving heat or brightness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go out"
to blow out

to put out a flame, candle, etc. using the air in one's lungs

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blow out"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek