pattern

Ακαδημαϊκό IELTS (Επίπεδο 5 και Κάτω) - Ευεξία

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το Wellness που είναι απαραίτητες για τις εξετάσεις Academic IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for Academic IELTS (5)
energetic

active and full of energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "energetic"
refreshed

(of a person) feeling less tired and more energized, typically after rest or a break

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refreshed"
athletic

physically active and strong, often with a fit body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "athletic"
in shape

(of a person) having a healthy or fit body

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in shape"
ill

not in a fine mental or physical state

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ill"
unwell

not feeling physically or mentally healthy or fit

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unwell"
unhealthy

not having a good physical or mental condition

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unhealthy"
weak

lacking physical strength or energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weak"
weakly

not physically strong or powerful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weakly"
sick

not in a good and healthy physical or mental state

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sick"
lively

(of a person) very energetic and outgoing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lively"
fit

healthy and strong, especially due to regular physical exercise or balanced diet

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fit"
well

having good health, especially after recovering from an illness or injury

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "well"
healthy

not having physical or mental problems

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "healthy"
disabled

completely or partial inability to use a part of one's body or mind, caused by an illness, injury, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disabled"
healing

having the power to make healthy again

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "healing"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek