pattern

Ακαδημαϊκό IELTS (Επίπεδο 5 και Κάτω) - Το σχήμα του σώματος

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το Body Shape που είναι απαραίτητες για τις εξετάσεις Academic IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for Academic IELTS (5)
heavy

having a large and solid body or structure

βαρύς, στερεός

βαρύς, στερεός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heavy"
overweight

weighing more than what is considered healthy or desirable for one's body size and build

υπέρβαρος, παχυσαρικός

υπέρβαρος, παχυσαρικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overweight"
fat

(of people or animals) weighing much more than what is thought to be healthy for their body

παχύς, χοντρός

παχύς, χοντρός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fat"
chubby

(particularly of a child or young adult) slightly overweight in a way that is considered cute or charming rather than unhealthy or unattractive

χοντρούλης, τουρλώδης

χοντρούλης, τουρλώδης

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chubby"
thin

(of people or animals) weighing less than what is thought to be healthy for their body

λεπτός, αδύνατος

λεπτός, αδύνατος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thin"
slim

thin in an attractive way

λεπτός, κομψός

λεπτός, κομψός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slim"
skinny

having a very low amount of body fat

λεπτός, αδύνατος

λεπτός, αδύνατος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skinny"
muscular

(of a person) powerful with large well-developed muscles

μυώδης, στρατιωτικός

μυώδης, στρατιωτικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "muscular"
powerful

physically strong and muscular

ισχυρός, δυνατός

ισχυρός, δυνατός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "powerful"
toned

having well-defined muscles and firmness, often as a result of exercise or physical activity

καλογυμνασμένος, τονισμένος

καλογυμνασμένος, τονισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toned"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek