pattern

Ακαδημαϊκό IELTS (Επίπεδο 5 και Κάτω) - Η φυσικη

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τη Φυσική που είναι απαραίτητες για τις εξετάσεις Basic Academic IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for Academic IELTS (5)
electron

a small particle in an atom with negative charge

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electron"
proton

a small positively charged particle present in atoms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proton"
neutron

a small particle with no charge present in atoms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neutron"
quantum

the smallest possible amount of a particular quantity that cannot be divided any further

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quantum"
energy

(physics) a source of power that is required to do any work that may exist in potential, kinetic, thermal and other forms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "energy"
force

(physics) an effect that causes a body to move or change direction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "force"
gravity

(physics) the universal force of attraction between any pair of objects with mass

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gravity"
wave

(physics) an oscillating movement by which energy is transferred without the transport of matter, such as light and sound

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wave"
tension

the state of being under pressure as a result of getting stretched

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tension"
pressure

(physics) the amount of force exerted per area that is measured in pascal, newton per square meter, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pressure"
elasticity

the ability to go back to the original form after being stretched

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elasticity"
density

(physics) the degree to which a substance is compacted, measured by dividing its mass by its volume

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "density"
fusion

(physics) a nuclear reaction by which the nuclei of atoms combine and form a heavier nucleus, producing nuclear energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fusion"
relativity

a theory that explains the relationship between motion, space, and time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relativity"
potential

the stored energy or the capacity to do work possessed by an object or system due to its position, condition, or configuration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "potential"
particle

(physics) any of the smallest units that energy or matter consists of, such as electrons, atoms, molecules, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "particle"
magnetism

a phenomenon of atracting and repulsing forces that a moving electrical charge produces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "magnetism"
current

a flow of electricity resulted from the movement of electrically charged particles in a direction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "current"
voltage

the electronic potential and force whose measurement unit is volts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voltage"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek