pattern

Μαθηματικά και Λογική SAT - Χρόνος και Τάξη

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το χρόνο και τη σειρά, όπως "concurrent", "ephemeral", "periodically" κ.λπ. που θα χρειαστείτε για να άσσος τα SAT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Vocabulary for Math and Logic
concurrent

happening or taking place at the same time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concurrent"
ongoing

currently occurring or continuing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ongoing"
impending

about to happen soon, often with a sense of threat or urgency

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impending"
perpetual

continuing forever or indefinitely into the future

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perpetual"
chronological

organized according to the order that the events occurred in

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chronological"
intercalary

(of a day or month) added to a calendar to align it with the solar year or another astronomical cycle

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intercalary"
permanent

continuing to exist all the time, without significant changes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "permanent"
ephemeral

lasting or existing for a small amount of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ephemeral"
perennial

lasting for a long time or continuing indefinitely

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perennial"
abiding

enduring for a prolonged priod

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abiding"
imminent

(particularly of something unpleasant) likely to take place in the near future

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imminent"
timeless

remaining unaffected by the passage of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "timeless"
vintage

(of things) old but highly valued for the quality, excellent condition, or timeless and attractive design

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vintage"
retrospective

referring or relating to a past event

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "retrospective"
overdue

‌not paid, done, etc. within the required or expected timeframe

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overdue"
futuristic

having extremely modern, innovative technology or design, often resembling what might be expected in the future

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "futuristic"
looming

approaching or coming soon, often with a sense of concern or importance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "looming"
primordial

belonging to the beginning of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "primordial"
transient

having a very short duration

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transient"
upcoming

about to come to pass

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upcoming"
forthcoming

referring to an event or occurrence that is about to happen very soon

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forthcoming"
lasting

continuing or enduring for a long time, without significant changes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lasting"
periodic

taking place or repeating at consistent, set intervals over time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "periodic"
chronicle

a historical account of events presented in chronological order

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chronicle"
eternity

time that is endless

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eternity"
bout

a short duration or episode during which a particular activity or event occurs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bout"
solstice

either of the two times of the year when the sun reaches its farthest or closest distance from the equator

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solstice"
retrospect

the act of looking back on or reviewing past events or situations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "retrospect"
schedule

a plan or timetable outlining the sequence of events or activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "schedule"
synchronization

the state or process of two or more things occurring at the same time or working together in harmony

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "synchronization"
hindsight

the ability to comprehend and evaluate past events or decisions, often gaining insights that were not apparent at the time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hindsight"
to coincide

to occur at the same time as something else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to coincide"
to prolong

to make something last longer in time than it would naturally

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prolong"
to protract

to extend a period of time or duration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to protract"
to expire

(particularly of a time period) to no longer be valid or active

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expire"
to span

to cover or last the whole of a period of time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to span"
to linger

to intentionally prolong the completion of an action or process

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to linger"
simultaneously

at exactly the same time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "simultaneously"
temporarily

for a limited period of time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "temporarily"
annually

in a way that happens once every year

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "annually"
initially

at the starting point of a process or situation

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "initially"
rarely

on a very infrequent basis

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rarely"
instantaneously

in an immediate manner with no delay

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "instantaneously"
periodically

at irregular intervals

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "periodically"
indefinitely

for an unspecified period of time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indefinitely"
invariably

in every case without exception

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "invariably"
thereafter

from a particular time onward

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thereafter"
succession

the sequence in which one thing follows another in time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "succession"
precursor

someone or something that comes before another of the same type, acting as a sign of what will come next

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "precursor"
aftermath

the period following an event, especially one that has a significant impact or causes considerable change

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aftermath"
antecedent

existing or occurring before something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antecedent"
precedent

earlier in time, order, arrangement, or significance, often serving as an example or rule to be followed in the future

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "precedent"
subsequent

occurring or coming after something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subsequent"
preliminary

occurring before a more important thing, particularly as an act of introduction

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preliminary"
hierarchical

relating to a system that is organized based on social ranking or levels of authority

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hierarchical"
latter

referring to the second of two things mentioned

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "latter"
alternate

done or happening every other time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternate"
consecutive

continuously happening one after another

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consecutive"
to sequence

to arrange items or events in a particular order

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sequence"
to foreshadow

to indicate in advance that something, particularly something bad, will take place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to foreshadow"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek