pattern

Μαθηματικά και Λογική SAT - Importance

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τη σημασία, όπως "cardinal", "trivial", "imperative" κ.λπ. που θα χρειαστείτε για να άσσος τα SAT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Vocabulary for Math and Logic
considerable

large in quantity, extent, or degree

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "considerable"
prominent

well-known or easily recognizable due to importance, influence, or distinct features

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prominent"
salient

standing out due to its importance or relevance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salient"
leading

greatest in terms of significance, importance, degree, or achievement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leading"
momentous

highly significant or impactful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "momentous"
cardinal

possessing the quality of being the most important or basic part of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cardinal"
integral

considered a necessary and important part of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "integral"
substantial

significant in amount or degree

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "substantial"
pivotal

playing a crucial role or serving as a key point of reference

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pivotal"
consequential

having significant effects or outcomes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consequential"
indispensable

absolutely necessary or crucial, to the point that being replaced or substituted is not possible

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indispensable"
primary

having the most importance or influence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "primary"
fundamental

related to the core and most important or basic parts of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fundamental"
noteworthy

deserving of attention due to importance, excellence, or notable qualities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "noteworthy"
principal

having highest importance or influence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "principal"
crucial

extremely important or essential, often having a significant impact on the outcome of a situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crucial"
vital

absolutely necessary and of great importance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vital"
overrated

having a higher or exaggerated reputation or value than something truly deserves

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overrated"
grave

signifying a matter of deep concern, seriousness, or importance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grave"
chief

most significant or important

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chief"
invaluable

extremely valuable and essential, to the point that the true worth of something is immeasurable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "invaluable"
requisite

required for a particular purpose or situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "requisite"
marquee

highly prominent or regarded as the main attraction in a particular field or context

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "marquee"
intrinsic

belonging to something or someone's character and nature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intrinsic"
influential

able to have much impact on someone or something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "influential"
marginal

having limited significance or importance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "marginal"
futile

unable to result in success or anything useful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "futile"
irrelevant

having no importance or connection with something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irrelevant"
peripheral

not central or of primary importance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peripheral"
subservient

subordinate or considered secondary in importance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subservient"
negligible

so small or insignificant that can be completely disregarded

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "negligible"
trivial

having little substance or importance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trivial"
redundant

surpassing what is needed or required, and so, no longer of use

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "redundant"
urgency

a situation of crucial importance that demands immediate and swift action

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "urgency"
precedence

the established ranking or priority given to something based on its perceived significance or urgency

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "precedence"
crunch

a challenging situation caused by a shortage, such as time, money, or resources, that requires immediate attention or action

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crunch"
imperative

a crucial duty or task that is essential and requires immediate attention or action

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imperative"
cornerstone

the most important part of something on which its existence, success, or truth depends

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cornerstone"
forefront

the leading or most prominent position or place in a particular field, activity, or situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forefront"
prominence

the state or quality of being important, well-known, or noticeable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prominence"
to overstate

to describe something in a way that makes it seem more important or extreme than it really is

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overstate"
to foreground

to give prominence or importance to something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to foreground"
to prioritize

to give a higher level of importance or urgency to a particular task, goal, or objective compared to others

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prioritize"
to outweigh

to have more value, effect or importance than other things

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outweigh"
to underestimate

to regard something or someone as smaller or less important than they really are

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to underestimate"
to downplay

to make something seem less important or significant than it truly is

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to downplay"
to pale

to seem or become less significant in comparison to something else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pale"
to exaggerate

to describe something better, larger, worse, etc. than it truly is

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exaggerate"
to underscore

to stress something's importance or value

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to underscore"
to treasure

to value and cherish deeply

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to treasure"
to overemphasize

to place too much importance or attention on something, exaggerating its significance beyond what is necessary or appropriate

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overemphasize"
prominently

in a manner that is easily noticeable

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prominently"
imperatively

in a manner that stresses the urgency or importance of a duty or task

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imperatively"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek