pattern

Μαθηματικά και Λογική SAT - Χρηματοδότηση

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τα οικονομικά, όπως "reimburse", "austerity", "fiscal" κ.λπ. που θα χρειαστείτε για να άσσος τα SAT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Vocabulary for Math and Logic
to compensate

to give something, particularly money, to make up for the difficulty, pain, damage, etc. that someone has suffered

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to compensate"
to reimburse

to repay someone for expenses or losses they have experienced

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reimburse"
to accrue

(particularly related to money) to gradually increase in amount or number

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accrue"
to donate

to freely give goods, money, or food to someone or an organization

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to donate"
to acquire

to buy or begin to have something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to acquire"
to fundraise

to seek financial contributions or donations for a particular cause, organization, or event

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fundraise"
to borrow

to use or take something belonging to someone else, with the idea of returning it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to borrow"
to deposit

to put an amount of money or other item of value into a bank account

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deposit"
to garner

to obtain or earn something desired or needed, typically through effort or skill

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to garner"
tariff

a tax paid on goods imported or exported

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tariff"
levy

a charge or fee set, especially by authority or law

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "levy"
dividend

an amount of money paid regularly to the shareholders of a company

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dividend"
revenue

money that an organization or business earns over a period of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "revenue"
expense

the amount of money spent to do or have something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expense"
austerity

strict economic measures implemented by a government to reduce public expenditure and budget deficits

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "austerity"
commercialization

the process of introducing a new product or service into the market for sale

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commercialization"
commodity

(economics) an unprocessed material that can be traded in different exchanges or marketplaces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commodity"
asset

a valuable resource or quality owned by an individual, organization, or entity, typically with economic value and the potential to provide future benefits

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "asset"
boom-bust cycle

an economic cycle characterized by periods of rapid economic expansion followed by periods of contraction or recession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boom-bust cycle"
economy of scale

the cost advantages that enterprises obtain due to size, output, or scale of operation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "economy of scale"
stock market

the business of trading and exchanging shares of different companies

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stock market"
fiduciary

a person or organization that holds a position of trust, responsibility, and confidence to manage assets or property on behalf of others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fiduciary"
depreciation

a decline in something's price or value

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "depreciation"
salvage value

the estimated residual value of an asset at the end of its useful life

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salvage value"
auction

a public sale in which goods or properties are sold to the person who bids higher

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "auction"
transaction

the general process of purchasing or selling something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transaction"
subsidy

an amount of money that a government or organization pays to lower the costs of producing goods or providing services so that prices do not increase

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subsidy"
monopoly

a situation in which one organization or entity exclusively controls the production, distribution, or trade of a product or service, making other rivals unable to compete

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monopoly"
blockbuster

a thing that achieves great widespread popularity or financial success, particularly a movie, book, or other product

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blockbuster"
handout

money, food, or other resources distributed freely to those in need, typically by an organization or government

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "handout"
tuition

an amount of money that one pays to receive an education, particularly in a university or college

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tuition"
recession

a hard time in a country's economy characterized by a reduction in employment, production, and trade

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recession"
bankruptcy

a situation in which a person or business is unable to pay due debts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bankruptcy"
stake

an amount of money invested in a business

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stake"
consumer

someone who buys and uses services or goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consumer"
investor

a person or organization that provides money or resources to a business or project with the expectation of making a profit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "investor"
opulence

wealth or affluence, especially when displayed in a showy manner

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opulence"
overhead

the regular costs required for maintaining a business or an organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overhead"
outlay

an amount of budget dedicated to something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outlay"
treasury

the funds and resources that a country or organization controls

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "treasury"
bounty

a reward or payment given as motivation for completing a task or reaching an objective

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bounty"
asset bubble

a situation in which the prices of assets, such as stocks, real estate, or commodities, become significantly inflated beyond their intrinsic value due to speculative investing or market hype

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "asset bubble"
ledger

a book or digital record that contains financial transactions and balances, organized by accounts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ledger"
pecuniary

involving or about money

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pecuniary"
fiscal

relating to government revenue or public money, especially taxes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fiscal"
monetary

relating to money or currency

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monetary"
lucrative

capable of producing a lot of profit or earning a great amount of money for someone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lucrative"
marketable

desirable or sought after, especially by employers or in the marketplace

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "marketable"
intensive

(in business) concentrating on or using something a lot, such as a piece of equipment, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intensive"
profitable

(of a business) making or yielding profit

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "profitable"
nonprofit

(of an organization, activity, etc.) operating without the goal of generating any financial benefits

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nonprofit"
capitalistic

characterized by an economic system where private ownership of businesses and resources drives production and distribution with a focus on profit

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "capitalistic"
high-end

having a much higher quality and price than the rest of their kind

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high-end"
parsimonious

spending money very reluctantly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parsimonious"
extravagant

costing a lot of money, more than the necessary or affordable amount

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extravagant"
affluent

possessing a great amount of riches and material goods

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affluent"
upscale

high quality, luxurious, or intended for a wealthier clientele

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upscale"
lavish

characterized by extravagant spending or abundance, often representing luxury and excess

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lavish"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek