pattern

Μαθηματικά και Λογική SAT - Έρευνα και Καινοτομία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την έρευνα και την καινοτομία, όπως "prototype", "jargon", "trial" κ.λπ. που θα χρειαστείτε για να άσσος τα SAT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Vocabulary for Math and Logic
methodology

a series of methods by which a certain subject is studied or a particular activity is done

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "methodology"
approach

a way of doing something or dealing with a problem

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "approach"
control group

a group in an experiment or study that does not receive the treatment or intervention being tested

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "control group"
experimental group

the group of subjects or conditions that are exposed to the treatment or intervention being tested

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "experimental group"
case study

a recorded analysis of a person, group, event or situation over a length of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "case study"
pilot study

a small-scale preliminary investigation conducted before a larger research project to test feasibility, methodology, and potential outcomes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pilot study"
intervention

an action, treatment, or manipulation that is introduced by researchers to test its effects on variables of interest

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intervention"
validity

the quality of being well-founded and logically sound

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "validity"
evidence

a sign or indication that suggests something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evidence"
fieldwork

scientific study or research conducted in the real world and not in a laboratory or class

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fieldwork"
treatise

a long and formal piece of writing about a specific subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "treatise"
trial

the act of testing or experimenting with something to gather information or assess its effectiveness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trial"
generalization

the process of creating broad or universal principles by identifying common characteristics or patterns among specific instances

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generalization"
phenomenon

a fact, event, or situation that is observed, especially one that is unusual or not fully understood

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phenomenon"
jargon

words, phrases, and expressions used by a specific group or profession, which are incomprehensible to others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jargon"
paradigm

a selection of theories and ideas that explain how a particular school, subject, or discipline is generally understood

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paradigm"
multidisciplinary

involving the integration of knowledge and methodologies from various academic disciplines or fields of study

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "multidisciplinary"
scholarly

related to or involving serious academic study

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scholarly"
to extrapolate

to use existing yet insufficient data to make guesses about things that have not yet been observed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to extrapolate"
theoretically

in accordance with ideas, theories, or principles rather than experiments or practical actions

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "theoretically"
prototype

an early or preliminary model of something from which other forms are developed or copied

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prototype"
trendsetter

an individual or entity that is influential in setting or popularizing new styles, behaviors, ideas, or products

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trendsetter"
breakthrough

an important discovery or development that helps improve a situation or answer a problem

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breakthrough"
groundbreaking

referring to something that is original and pioneering in its field, often setting a new standard for others to follow

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "groundbreaking"
trailblazing

pioneering or leading the way in a particular field, endeavor, or movement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trailblazing"
cutting-edge

having the latest and most advanced features or design

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cutting-edge"
state-of-the-art

using or containing the most recent and developed methods, technology, materials, or ideas

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "state-of-the-art"
innovative

(of ideas, products, etc.) creative, original, and unlike anything else that exists

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "innovative"
to patent

to obtain legal ownership and protection for an invention or innovation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to patent"
to pioneer

to be the first one to do, use, invent, or discover something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pioneer"
advent

the arrival of a significant event, person, or thing that has been eagerly anticipated

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "advent"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek