pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για την Εξέταση SAT - Κατάσταση

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το status, όπως "equilibrium", "stagnant", "correlate" κ.λπ. που θα χρειαστείτε για να άσσος τα SAT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Exam Essential Vocabulary
equilibrium

a balanced state between opposing influences or powers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "equilibrium"
disrepair

a damaged or broken state of a building or other structure, because it has not been taken care of

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disrepair"
seclusion

the state of being isolated from other things or people, usually by choice

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seclusion"
privacy

a state in which other people cannot watch or interrupt a person

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "privacy"
serenity

a state of calm and peacefulness, free from stress, anxiety, or disturbance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "serenity"
stability

the quality of being fixed or steady and unlikely to change

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stability"
sustainability

the capacity to be maintained for a long time and causing no harm to the enviroment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sustainability"
moratorium

a temporary suspension or halt of an ongoing activity, often imposed by an authority

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "moratorium"
backlog

a collection of tasks, orders, or materials that have not been completed or processed, requiring attention

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "backlog"
muddle

a state of confusion or disorder characterized by a mixture of things that are not clearly organized or understood

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "muddle"
high profile

something or someone that attracts a lot of public attention or interest due to prominence, importance, or controversy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high profile"
tangle

a confused or complicated mass of things that are twisted or interwoven together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tangle"
circumstance

the conditions or factors that surround and influence a particular situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "circumstance"
to remain

to stay in the same state or condition

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to remain"
to retain

to intentionally keep, maintain, or preserve something in its current state, resisting removal, elimination, or alteration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to retain"
to preserve

to cause something to remain in its original state without any significant change

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to preserve"
to suffice

to be enough or adequate for a particular purpose or requirement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suffice"
to pertain

to be applicable, connected, or relevant to a particular subject, circumstance, or situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pertain"
to coexist

to exist together in the same location or period, without necessarily interacting

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to coexist"
to suspend

to temporarily put on hold a process or habit

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suspend"
to correspond

to match or be similar to something else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to correspond"
to correlate

to be closely connected or have mutual effects

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to correlate"
to declassify

to remove the classification or status of secrecy from information, making it accessible to the public

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to declassify"
operative

currently effective or actively exerting influence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "operative"
predetermined

decided or arranged beforehand

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "predetermined"
interdependent

depending on each other and mutually reliant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interdependent"
undisturbed

left alone without interference or interruption

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "undisturbed"
intact

undamaged and complete

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intact"
dormant

not in an active, developing, or operating state but can become so later on

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dormant"
idle

not active or in use

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "idle"
idyllic

perfect or idealistic, often in a romantic or nostalgic sense

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "idyllic"
defunct

no longer in use, operation, or existence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "defunct"
chaotic

completely disorderly and confusing, with no clear organization or predictability

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chaotic"
full-fledged

having achieved full status or maturity in a particular role or position

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "full-fledged"
awry

not operating or happening as expected

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "awry"
alight

illuminated or lit up, especially by flame or fire

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alight"
ablaze

brightly illuminated, especially by fire or flames

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ablaze"
tranquil

feeling calm and peaceful, without any disturbances or things that might be upsetting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tranquil"
steady

regular and constant for a long period of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "steady"
derelict

having a poor condition, often because of being abandoned or neglected for a long time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "derelict"
pitiable

making one feel sorry for someone or something that seems unworthy of respect or consideration

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pitiable"
indivisible

unable to be divided or separated into parts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indivisible"
quiescent

not showing signs of activity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quiescent"
inseparable

not able to be separated or detached

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inseparable"
self-sufficient

capable of providing everything that one needs, particularly food, without any help from others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-sufficient"
stagnant

lacking movement or circulation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stagnant"
inherently

in a manner that refers to the natural and essential characteristics of a person, thing, or situation

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inherently"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek