pattern

Κατανόηση Εξετάσεων ACT - Όραμα και Ακρίβεια

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την όραση και την ακρίβεια, όπως "behold", "minutiae", "lurid" κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να κάνετε άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Vocabulary for ACT
conspicuous

standing out and easy to see or notice

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conspicuous"
detectable

able to be easily noticed or perceived, often through observation or measurement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "detectable"
indistinct

not easily defined or understood due to a lack of clarity or precision

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indistinct"
opaque

(of an object) blocking the passage of light and preventing objects from being seen through it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opaque"
vibrant

(of colors) bright and strong

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vibrant"
transparent

able to be seen through

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transparent"
translucent

permitting light to pass through but making objects on the other side appear blurred

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "translucent"
obtrusive

noticeable in a way that is unpleasant, unwanted, or disruptive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "obtrusive"
dazzling

shining brightly with intense light

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dazzling"
lurid

too bright in color, in a way that is not pleasant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lurid"
muted

(of colors) having a subdued tone, lacking brightness or vibrancy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "muted"
gaudy

excessively colorful, flashy, or showy in a way that lacks taste or elegance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gaudy"
shimmering

emitting a flickering or wavering light

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shimmering"
psychedelic

characterized by intense colors, complex patterns, or unusual visual effects that are like those experienced in psychedelic states

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "psychedelic"
panoramic

providing or capturing an extensive view of a scene or area

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "panoramic"
inky

dark or deep in color, like ink

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inky"
lusterless

appearing dull without any reflective quality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lusterless"
murky

(of sky) cloudy or dark, often resulting in a gloomy atmosphere

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "murky"
vivid

(of colors or light) very intense or bright

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vivid"
radiant

emitting or reflecting light in a bright, glowing manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "radiant"
overt

open, obvious, and easily observable, without concealment or secrecy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overt"
outline

the outer shape or edge that defines an object's form

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outline"
illusion

a misleading or incorrect mental representation of reality

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illusion"
vista

a captivating scenery viewed from a distance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vista"
spectacle

a thing or person that is striking or impressive to see, often because it is unusual or remarkable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spectacle"
hue

the attribute of color that distinguishes one color from another based on its position in the color spectrum or wheel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hue"
sight

an instance or act of seeing something through visual perception

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sight"
glimpse

a quick or partial view of something, often fleeting or incomplete

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glimpse"
luminosity

the quality or state of emitting light

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "luminosity"
sighting

the act of seeing or observing something, especially something notable or unusual

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sighting"
silhouette

the dark shape and outline of an object, visible against a lighter background, often seen as a shadow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "silhouette"
glare

a harsh, bright light that is more intense than what the eyes are used to, often causing discomfort

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glare"
visual

something that is perceived by sight, such as an image, graphic, or representation that can be seen or observed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "visual"
to camouflage

to make or become undetectable by resembling the color or shape of a surrounding

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to camouflage"
starkly

in a way that is easily noticeable, highlighting a clear and obvious contrast

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "starkly"
to obscure

to conceal or hide something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to obscure"
to peer

to look closely or attentively at something, often in an effort to see or understand it better

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to peer"
to behold

to see something, often with a feeling of amazement or admiration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to behold"
to ogle

to stare at someone or something with strong and often inappropriate interest or desire

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ogle"
to squint

to look with eyes half-opened when hit by light, or as a sign of suspicion, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to squint"
to illuminate

to provide light to something, making it brighter

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to illuminate"
to twinkle

to shine with a flickering or sparkling light

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to twinkle"
to emerge

to become visible after coming out of somewhere

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to emerge"
to reveal

to make something visible

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reveal"
to unearth

to dig the ground and discover something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to unearth"
to unveil

to remove a cover from a statue, painting, etc. for the people to see, particularly as part of a public ceremony

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to unveil"
to uncover

to reveal something by removing a cover or obstacle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to uncover"
to disclose

to reveal something by uncovering it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disclose"
to expose

to reveal, uncover, or make visible something that was hidden or covered

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expose"
to reflect

(of a surface) to redirect or bounce back heat, light, or sound without absorbing it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reflect"
to gleam

to shine brightly, typically with reflected light

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gleam"
to vanish

to suddenly and mysteriously disappear without explanation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to vanish"
to shroud

to cover something in a protective or concealing manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shroud"
to conceal

to carefully cover or hide something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conceal"
scrutiny

the careful and detailed examination to find mistakes or discover important information

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scrutiny"
minutiae

small details that are easily overlooked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "minutiae"
to inspect

to carefully examine something to check its condition or make sure it meets standards

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to inspect"
to monitor

to carefully check the quality, activity, or changes of something or someone for a period of time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to monitor"
to scrutinize

to examine something closely and carefully in order to find errors

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scrutinize"
punctilious

paying a lot of attention to the correctness of behavior or to detail

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "punctilious"
painstaking

requiring a lot of effort and time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "painstaking"
accurately

in a way that has no errors or mistakes

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accurately"
meticulously

in a manner that is marked by careful attention to details

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meticulously"
superficially

with a focus only on the surface or outer appearance

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "superficially"
cosmetically

in a manner that superficially focuses on the appearance of something

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cosmetically"
thoroughly

with completeness, attention to detail, or in a comprehensive manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thoroughly"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek