pattern

Κατανόηση Εξετάσεων ACT - Χειροκίνητες ενέργειες

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με χειροκίνητες ενέργειες, όπως "wrest", "stroke", "compose" κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να άσσος τα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Vocabulary for ACT
to scribble

to write hastily or carelessly without giving attention to legibility or form

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scribble"
to annotate

to add notes that explain or comment on something, such as a text, document, or image

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to annotate"
to transcribe

to record spoken words, notes, or any information in a written form

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transcribe"
to compose

to write a literary piece with a lot of consideration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to compose"
to wrest

to take something out of someone's hand usually by force

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wrest"
to clutch

to seize or grab suddenly and firmly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to clutch"
to snatch

to quickly take or grab something, often with a sudden motion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to snatch"
to caress

to touch in a gentle and loving way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to caress"
to prod

to jab or poke a person or thing with a finger, stick, or other pointed object to get their attention or make them do something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prod"
to pelt

to vigorously and continuously throw objects, often with force or intensity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pelt"
to wring

to press and twist something forcibly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wring"
to sketch

to produce an elementary and quick drawing of someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sketch"
to etch

to cut or carve designs or writings on a hard surface, often using acid or a laser beam

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to etch"
to patch

to repair by applying a piece of material to cover a hole or damage

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to patch"
to interweave

to combine different elements together intricately or harmoniously

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to interweave"
to intertwine

to twist or weave together, creating a complex and interconnected structure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to intertwine"
to pluck

to gently pull with a quick, sharp motion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pluck"
to fling

to throw something forcefully and suddenly, often in a less controlled way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fling"
to thrust

to push an object or person with considerable strength and speed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to thrust"
to scrub

to clean a surface by rubbing it very hard using a brush, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scrub"
to stroke

to rub gently or caress an animal's fur or hair

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stroke"
to yank

to pull something with a sudden and powerful motion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to yank"
to flick

to move or propel something with a light, quick motion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flick"
to nudge

to gently push or prod someone or something, often to get attention or suggest a course of action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to nudge"
to tweak

to give a sharp, quick squeeze or pinch

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tweak"
to squeeze

to apply pressure with a compressing or constricting motion, typically using the hands

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to squeeze"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek