pattern

Κατανόηση Εξετάσεων ACT - Support

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την υποστήριξη, όπως "reliance", "patron", "substantiate" κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να κάνετε άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Vocabulary for ACT
to advocate

to publicly support or recommend something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to advocate"
to champion

to support, defend, or fight for a cause, principle, or person

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to champion"
to encourage

to provide someone with support, hope, or confidence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to encourage"
to uphold

to support or defend something that is believed to be right so it continues to last

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to uphold"
to further

to advance the progress or growth of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to further"
to motivate

to make someone want to do something by giving them a reason or encouragement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to motivate"
to actuate

to provide a reason or encouragement that motivates someone to take action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to actuate"
to facilitate

to help something, such as a process or action, become possible or simpler

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to facilitate"
to cooperate

to work with other people in order to achieve a common goal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cooperate"
to propagate

to cause something, such as an idea or information, to become widely known or spread

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to propagate"
to endorse

to publicly state that one supports or approves someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to endorse"
to collaborate

to work with someone else in order to create something or reach the same goal

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to collaborate"
to sustain

to support an opinion, argument, theory, etc. or to prove it's credibility

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sustain"
to substantiate

to add to the strength of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to substantiate"
to bestow

to present or give something, often with a sense of honor or generosity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bestow"
to endow

to provide a gift or quality, to someone or something, often implying a permanent gift or quality

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to endow"
to grant

to let someone have something, especially something that they have requested

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grant"
to lavish

to generously give or spend, especially on luxurious or extravagant things

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lavish"
to enrich

to increase wealth or prosperity of an individual or group

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enrich"
to augment

to add to something's value, effect, size, or amount

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to augment"
to indulge

to allow oneself or someone else to enjoy something excessively, often without restraint

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to indulge"
upkeep

the act of providing financial support, food, etc. for a person or animal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upkeep"
resurgence

the act of bringing something back into active and noticeable existence or prominence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resurgence"
patron

an individual who financially supports an artist, charity, cause, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "patron"
revival

the act of bringing something back into active use, attention, or importance after a period of decline or obscurity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "revival"
salvation

the act of rescuing saving or something from danger, harm, or loss

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salvation"
privilege

a special right, immunity or advantage that only a particular person or group has

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "privilege"
proponent

a supporter who usually speaks publicly in favor of a theory, idea, or plan

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proponent"
testament

strong evidence or proof that supports something, emphasizing its validity or significance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "testament"
reliance

trust and confidence placed in someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reliance"
applause

the noise people make by clapping, and sometimes shouting, in order to express their enjoyment or approval

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "applause"
supportive

giving encouragement or providing help

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "supportive"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek