pattern

Κατανόηση Εξετάσεων ACT - Χρησιμότητα και Δημιουργία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τη χρησιμότητα και τη δημιουργία, όπως "deise", "impractical", "backup" κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να κάνετε άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Vocabulary for ACT
accessory

something extra that adds to the usefulness or effectiveness of another item

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accessory"
merit

the quality or worth of something, typically based on its excellence, value, or achievements

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "merit"
application

the act of utilizing something effectively for a specific purpose or task

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "application"
backup

(computing) a copy of computer data that can be used to restore lost or damaged data

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "backup"
makeshift

a thing that is used as an inferior and temporary substitute for something that is not available

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "makeshift"
stopgap

a temporary solution or measure used to address an immediate problem or issue

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stopgap"
efficiency

the ability to act or function with minimum effort, time, and resources

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "efficiency"
uptake

the process of absorbing, using, or taking in something, such as nutrients, information, or resources

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uptake"
remainder

the part of something that remains after the main part has been used or taken away

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "remainder"
contribution

someone or something's role in achieving a specific result, particularly a positive one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contribution"
complementary

useful to each other or enhancing each other's qualities when brought together

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "complementary"
to be instrumental in something

to be an important factor or contributor to a specific result

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [be] instrumental in  {sth}"
versatile

(of things) able to be used or applied in multiple ways or for various purposes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "versatile"
interchangeable

capable of being used or exchanged in place of one another

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interchangeable"
alternative

available as an option for something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternative"
applicable

relevant to someone or something in a particular context or situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "applicable"
substitute

acting as an alternative or replacement for something or somone else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "substitute"
leftover

a remaining portion of something, often used to describe food that has not been eaten or a material that has not been used up

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leftover"
appropriate

suitable or acceptable for a given situation or purpose

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appropriate"
impractical

not practical or feasible

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impractical"
serviceable

able to be used effectively or put to practical use

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "serviceable"
informative

providing useful or valuable information

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "informative"
to utilize

to put to effective use

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to utilize"
to implement

to apply or utilize a device, tool, or method for a specific purpose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to implement"
to deploy

to put into use or action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deploy"
to adopt

to accept, embrace, or incorporate a particular idea, practice, or belief into one's own behavior or lifestyle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to adopt"
to derive

to get something from a specific source

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to derive"
to repurpose

to adapt or modify something for a different use or purpose than its original one

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to repurpose"
to harness

to use the power or potential of something effectively for a specific purpose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to harness"
to manipulate

to skillfully control or work with information, a system, tool, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to manipulate"
to retrieve

to go and get back something that was lost or left behind

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to retrieve"
to reclaim

to get back something that has been lost, taken away, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reclaim"
to supersede

to take something or someone's position or place, particularly due to being more effective or up-to-date

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to supersede"
to overtax

to impose a heavy tax on something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overtax"
to double

to serve two purposes or functions simultaneously

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to double"
to exploit

to utilize or take full advantage of something, often resources, opportunities, or skills

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exploit"
to assemble

to make something by putting separate parts of something together

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assemble"
to forge

to make something from a piece of metal object by heating it until it becomes soft and then beating it with a hammer

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to forge"
to fashion

to create or make something by putting different parts or materials together

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fashion"
to construct

to create something by organizing and combining ideas or components in a logical and coherent way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to construct"
to found

to establish or set up the initial structure of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to found"
to generate

to cause or give rise to something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to generate"
to spawn

to cause something to be created, particularly in large numbers

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spawn"
to contrive

to cleverly come up with an idea, theory, or plan using creative thinking

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contrive"
to devise

to design or invent a new thing or method after much thinking

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to devise"
to trigger

to cause something to happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to trigger"
to craft

to skillfully make something, particularly with the hands

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to craft"
to establish

to create a company or organization with the intention of running it over the long term

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to establish"
to fabricate

to create or make up something, especially with the intent to deceive

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fabricate"
to originate

to come up with or develop something new

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to originate"
to cradle

to be the birthplace or starting point of something significant

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cradle"
to launch

to make a new product or provide a new service and introduce it to the public

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to launch"
to institute

to establish or introduce something, such as a policy or program

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to institute"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek