pattern

Κατανόηση Εξετάσεων ACT - Απόψεις

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με απόψεις, όπως "exalt", "unbiased", "consensus" κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να κάνετε άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Vocabulary for ACT
standpoint

an opinion or decision that is formed based on one's belief or circumstances

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "standpoint"
morale

one's personal level of confidence, enthusiasm, and emotional well-being, especially in the context of facing challenges or adversity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "morale"
objection

the act of expressing disapproval or opposition to something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "objection"
unanimity

a situation in which all those involved are in complete agreement on something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unanimity"
discord

lack of agreement between people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discord"
consensus

an agreement reached by all members of a group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consensus"
chastisement

the act of inflicting physical punishment as a means of discipline or correction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chastisement"
perspective

a specific manner of considering something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perspective"
naysayer

a person who habitually expresses negative or pessimistic views, especially in opposition to new ideas or proposals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "naysayer"
slant

a unique approach or perspective that is centered around a particular opinion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slant"
reception

the way in which something is perceived or received by others, often referring to the response or reaction to an idea, message, or product

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reception"
contrarian

someone who acts against popular opinion, particularly in investment markets

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contrarian"
discretion

the power or freedom of making decisions in a particular situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "discretion"
preconception

a pre-established opinion that is formed before obtaining proper knowledge or experience

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preconception"
viewpoint

a certain way of thinking about a subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "viewpoint"
conviction

a belief or opinion that is very strong

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conviction"
distaste

a feeling of dislike toward something or someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distaste"
impression

an opinion or feeling that one has about someone or something, particularly one formed unconsciously

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impression"
detractor

a person who criticizes or belittles the value or importance of someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "detractor"
dissenter

someone who disagrees with a common belief or an official decision

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dissenter"
antagonistic

showing that one actively dislikes or disagrees with something or someone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antagonistic"
preferential

showing or giving advantage, favor, or priority to someone or something over others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preferential"
unexceptionable

entirely satisfactory and acceptable, without any fault

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unexceptionable"
impartial

not favoring a particular party in a way that enables one to act or decide fairly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impartial"
unbiased

not having favoritism or prejudice towards any particular side or viewpoint

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unbiased"
averse

strongly opposed to something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "averse"
disfavor

a feeling of not liking or rejecting someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disfavor"
to opt

to choose something over something else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to opt"
to despise

to hate and have no respect for something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to despise"
to fault

to put blame on someone or something for a mistake or problem

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fault"
to remark

to express one's opinion through a statement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to remark"
to contend

to argue the truth of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contend"
to critique

to carefully examine something in a detailed manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to critique"
to acclaim

to praise someone or something enthusiastically and often publicly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to acclaim"
to laud

to praise or express admiration for someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to laud"
to exalt

to highly praise or honor someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exalt"
to repudiate

to dismiss or reject something as false

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to repudiate"
to concur

to express agreement with a particular opinion, statement, action, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to concur"
to conclude

to draw a logical inference or outcome based on established premises or evidence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conclude"
to acquiesce

to reluctantly accept something without protest

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to acquiesce"
to idolize

to admire someone excessively, often regarding it as an ideal or perfect figure

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to idolize"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek