pattern

Κατανόηση Εξετάσεων ACT - Αδυναμία και φθορά

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την αδυναμία και την επιδείνωση, όπως «πνίξιμο», «ανίκανος», «sap» κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να κάνετε άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Vocabulary for ACT
to decline

to gradually weaken or worsen in condition or performance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to decline"
to diminish

to decrease in degree, size, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to diminish"
to dwindle

to diminish in quantity or size over time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dwindle"
to subside

to decline in intensity or strength

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to subside"
to sap

to gradually drain or deplete someone's power or strength

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sap"
to recede

to diminish in intensity, visibility, or prominence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recede"
to undermine

to gradually decrease the effectiveness, confidence, or power of something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to undermine"
to wither

to decline, weaken, or deteriorate, often in terms of strength, vitality, or overall condition

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wither"
to incapacitate

to make something unable to work properly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to incapacitate"
to crumble

to become weak or begin to fail

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to crumble"
to degrade

to reduce the quality or effectiveness of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to degrade"
to dilute

to make something less forceful, potent, or intense by adding additional elements or substances

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dilute"
to wane

to gradually decrease in intensity, strength, importance, size, influence, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wane"
to dissipate

to gradually disappear or spread out

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dissipate"
to exacerbate

to make a problem, bad situation, or negative feeling worse or more severe

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exacerbate"
to stifle

to suppress, restrain, or hinder the growth, development, or intensity of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stifle"
vulnerable

easily hurt, often due to weakness or lack of protection

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vulnerable"
delicate

easily harmed or destroyed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delicate"
subtle

hard to notice or detect

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subtle"
fragile

easily damaged or broken

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fragile"
flimsy

likely to break due to the lack of strength or durability

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flimsy"
helpless

lacking strength or power, often feeling unable to act or influence a situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "helpless"
brittle

easily broken, cracked, or shattered due to the lack of flexibility and resilience

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brittle"
tenuous

very delicate or thin

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tenuous"
deficiency

an existing weakness or fault in someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deficiency"
disability

a physical or mental condition that prevents a person from using some part of their body completely or learning something easily

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disability"
shortcoming

a flaw or weakness that reduces the quality or effectiveness of something or someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shortcoming"
defect

a flaw or deficiency that impairs the quality or effectiveness of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "defect"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek