pattern

Κατανόηση Εξετάσεων ACT - Επιτυχία και αξιοπιστία

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την επιτυχία και την αξιοπιστία, όπως "burgeon", "secure", "prevail" κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να κάνετε άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Vocabulary for ACT
to overcome

to succeed in solving, controlling, or dealing with something difficult

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overcome"
to outcompete

to perform better or achieve superior results compared to someone or something else in a competitive context

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outcompete"
to circumvent

to evade an obligation, question, or problem by means of excuses or dishonesty

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to circumvent"
to transcend

to go beyond a particular limit, quality, or standard, often in an exceptional or remarkable way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transcend"
to exceed

to be superior or better in performance, quality, or achievement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exceed"
to resolve

to find a way to solve a disagreement or issue

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to resolve"
to conquer

to overcome a challenge or obstacle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to conquer"
to subdue

to conquer or bring under control

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to subdue"
to suppress

to stop an activity such as a protest using force

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suppress"
to encroach

to intrude upon or infringe upon someone else's territory, rights, or space, often causing harm or inconvenience

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to encroach"
to overtake

to catch up to and pass by something or someone that is moving in the same direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overtake"
to prevail

to prove to be superior in strength, influence, or authority

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prevail"
to attain

to succeed in reaching a goal, after hard work

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to attain"
to achieve

to finally accomplish a desired goal after dealing with many difficulties

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to achieve"
to obtain

to get something, often with difficulty

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to obtain"
to acquire

to obtain or achieve something through effort or action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to acquire"
to secure

to reach or gain a particular thing, typically requiring significant amount of effort

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to secure"
to capitalize

to take advantage of or make the most of a situation for one's benefit

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to capitalize"
to advance

to move towards a goal or desired outcome

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to advance"
to flourish

to grow or develop in a healthy and successful way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flourish"
to surpass

to exceed in quality or achievement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to surpass"
to outgrow

to become too large, mature, or experienced for something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outgrow"
to burgeon

to have a rapid development or growth

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to burgeon"
to outlive

to live for a longer period than another individual

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to outlive"
to thrive

to grow and develop exceptionally well

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to thrive"
accomplishment

a desired and impressive goal achieved through hard work

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accomplishment"
fulfillment

a feeling of happiness when one's needs are satisfied

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fulfillment"
mastery

great knowledge and exceptional skill in a field

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mastery"
recognition

acknowledgment or approval given to someone or something for their achievements, qualities, or actions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recognition"
ascendance

the state of gaining power, control, or dominance over others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ascendance"
prosperity

the state of being successful, particularly by earning a lot of money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prosperity"
triumph

a great victory, success, or achievement gained through struggle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "triumph"
accolade

the act of praising or awarding someone as a sign of honoring their accomplishments

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accolade"
zenith

a period during which someone or something reaches their most successful point

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "zenith"
auspicious

indicating that something is very likely to succeed in the future

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "auspicious"
sure-fire

bound to succeed or happen as expected

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sure-fire"
effectual

having the power to achieve a desired outcome or make a strong impression

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "effectual"
to validate

to confirm or prove the the accuracy, authencity, or effectiveness of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to validate"
to confirm

to show or say that something is the case, particularly by providing proof

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to confirm"
to authenticate

to confirm the truth or origin of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to authenticate"
credibility

a quality that renders a thing or person as trustworthy or believable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "credibility"
factuality

the quality or state of being factual or true

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "factuality"
certification

the process of officially validating or confirming the authenticity, quality, or standards of something or someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "certification"
accuracy

the state or quality of being without any errors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accuracy"
verisimilitude

the state or quality of implying the truth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "verisimilitude"
reputable

respected and trusted due to having a good reputation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reputable"
authoritative

commanding respect and trust due to expertise, credibility, or an official position

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "authoritative"
genuine

truly what something appears to be, without any falseness, imitation, or deception

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "genuine"
comprehensive

covering or including all aspects of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "comprehensive"
dependable

able to be relied on to do what is needed or asked of

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dependable"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek