pattern

Κατανόηση Εξετάσεων ACT - Θετικά συναισθήματα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με θετικά συναισθήματα, όπως «είσοδος», «καταναγκαστικός», «χαρά» κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να κάνετε άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Vocabulary for ACT
jubilation

a state of great joy and exultation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jubilation"
bliss

a state of complete happiness, joy, and contentment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bliss"
glee

great happiness or joy, often accompanied by laughter or a sense of amusement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glee"
awe

a feeling of reverence, respect, and wonder inspired by something grand, powerful, or extraordinary

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "awe"
elation

a feeling of extreme delight and excitement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elation"
wonder

a feeling of admiration or surprise caused by something that is very unusual and exciting

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wonder"
amusement

a feeling we get when somebody or something is funny and exciting

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amusement"
furor

a sudden and intense excitement, enthusiasm, or interest about something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "furor"
thrill

a sudden feeling of pleasure and excitement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thrill"
compelling

evoking interest, attention, or admiration in a powerful and irresistible way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compelling"
exhilarating

causing feelings of excitement, elation, or intense enthusiasm

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exhilarating"
endearing

referring to qualities or behaviors that make a person likable or charming to others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "endearing"
wondrous

inspiring a feeling of wonder or amazement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wondrous"
soothing

providing a calming or comforting sensation that helps to relieve or lessen pain or discomfort

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soothing"
upbeat

having a positive and cheerful attitude

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upbeat"
nostalgic

(of something) bringing back fond memories of the past, often with a sense of longing or affection

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nostalgic"
uplifting

making one feel happy and hopeful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uplifting"
overjoyed

experiencing extreme happiness or great delight

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overjoyed"
impassioned

filled with intense emotion, fervor, or enthusiasm

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impassioned"
doting

demonstrating an excessive and unconditional love or affection for someone, often to the point of being overly attentive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "doting"
fanciful

showing imagination, creativity, or whimsical ideas that are often unrealistic or fantastical

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fanciful"
enchanted

filled with joy, often as a result of experiencing something magical or captivating

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enchanted"
delighted

filled with great pleasure or joy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delighted"
to fascinate

to capture someone's interest or curiosity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fascinate"
to kindle

to awaken feelings and sentiments

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to kindle"
to evoke

to call forth or elicit emotions, feelings, or responses, often in a powerful or vivid manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to evoke"
to embolden

to give someone courage or confidence, inspiring them to take bold actions or face challenges with determination

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to embolden"
to relish

to enjoy or take pleasure in something greatly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to relish"
to relieve

to decrease the amount of pain, stress, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to relieve"
to rejoice

to feel or show great joy, delight, or happiness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rejoice"
to exude

to clearly show a feeling or quality through how one acts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exude"
to entrance

to attract someone completely, making them deeply interested

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to entrance"
to enthrall

to captivate someone completely

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enthrall"
to empathize

to deeply understand and share the feelings or experiences of someone else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to empathize"
deliciously

in a highly enjoyable manner, particularly in terms of sensory experiences

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deliciously"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek