pattern

Κατανόηση Εξετάσεων ACT - Νοητικές ικανότητες και αποτυχίες

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με διανοητικές ικανότητες και αποτυχίες, όπως "διαταραγμένος", "παραμέληση", "καπρίτσιο" κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να κάνετε άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Essential Vocabulary for ACT
acumen

the quality of having a sharp sense of judgment and decision-making

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acumen"
attentiveness

the quality of being alert and paying close attention to things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attentiveness"
vigilance

the state or quality of being watchful and attentive, especially to detect potential danger or problems

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vigilance"
inference

a conclusion one reaches from the existing evidence or known facts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inference"
cognition

the result of a mental processing or understanding

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cognition"
deduction

the process of using general rules or ideas to make a specific conclusion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deduction"
facility

the quality of performing tasks or activities with ease and without difficulty

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "facility"
instinct

a natural reaction or behavior that occurs automatically, without conscious thought or reasoning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "instinct"
intuition

the ability to understand or perceive something immediately, without conscious reasoning or the need for evidence or justification

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intuition"
genius

an exceptional mental ability or talent that is unique and outstanding

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "genius"
subconscious

the part of the mind that is not currently in focused awareness, but still influences thoughts, feelings, and behavior, often through automatic or involuntary processes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subconscious"
aspiration

a strong will to achieve something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aspiration"
ambition

the will to obtain wealth, power, success, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ambition"
whim

a sudden and impulsive decision or desire that someone has without much thought or reason behind it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "whim"
competence

The ability to perform tasks effectively and efficiently, demonstrating both physical and intellectual readiness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "competence"
acuteness

a sharp intelligence, able to understand things deeply and quickly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acuteness"
initiative

the willingness to take action and start new things without being prompted or directed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "initiative"
precaution

the habit or action of being cautious and taking steps in advance to prevent harm or trouble

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "precaution"
psyche

the entirety of the human mind, including conscious and unconscious elements, thoughts, feelings, and behaviors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "psyche"
to recall

to bring back something from the memory

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recall"
to recollect

to bring to mind past memories or experiences

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recollect"
to improvise

to create and perform words of a play, music, etc. on impulse and without preparation, particularly because one is forced to do so

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to improvise"
to beware

to warn someone to be cautious of a dangerous person or thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to beware"
to distract

to cause someone to lose their focus or attention from something they were doing or thinking about

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to distract"
to familiarize

to make someone acquainted with something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to familiarize"
to foretell

to predict or say in advance what will happen in the future

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to foretell"
to foresee

to know or predict something before it happens

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to foresee"
to heed

to be attentive to advice or a warning

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to heed"
impressionable

easily influenced or affected by others or external factors, especially due to a lack of experience or critical judgment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impressionable"
impervious

resistant to being affected or damaged by something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impervious"
cognizant

having knowledge or awareness about something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cognizant"
astute

having a clever and practical ability to make wise and effective decisions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "astute"
savvy

possessing practical knowledge, expertise, or understanding in a particular domain

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "savvy"
sagacious

having wisdom and good judgment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sagacious"
shrewd

having or showing good judgement, especially in business or politics

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shrewd"
sentient

possessing the ability to experience, feel, or perceive things through the senses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sentient"
conscious

having awareness of one's surroundings

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conscious"
perceptive

(of a person) able to quickly and accurately understand or notice things due to keen awareness and insight

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perceptive"
imaginative

displaying or having creativity or originality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imaginative"
imprudence

the quality of making decisions or taking actions without considering potential risks or consequences

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imprudence"
folly

the quality of behaving in a foolish or reckless manner, often without considering the consequences

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "folly"
trance

a mental state characterized by a fragile consciousness and reduced ability for voluntary action, often resembling a deep sleep

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trance"
ignorance

the fact or state of not having the necessary information, knowledge, or understanding of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ignorance"
delusion

(psychology) a mental condition in which a person has a false belief system that is contradicted by evidence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delusion"
delirium

a state of extreme mental confusion, often accompanied by confused or unclear thoughts or speech

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delirium"
insanity

a state of severe mental disorder affecting a person's ability to understand reality, think rationally, or behave in a socially acceptable manner

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insanity"
incapacity

the lack of intellectual or mental power to do something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incapacity"
hallucination

a perceptual experience in which an individual perceives something that is not present in the external environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hallucination"
fallacy

a false idea or belief based on invalid arguments, often one that many people think is true

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fallacy"
misconception

a mistaken or inaccurate belief or understanding about something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "misconception"
to neglect

to pay little or no attention to something or someone, often leading to issues or problems

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to neglect"
to disregard

to intentionally ignore or act without concern for something or someone that deserves consideration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disregard"
to misinterpret

to understand or explain something incorrectly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to misinterpret"
to overlook

to not notice or see something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overlook"
oblivious

lacking conscious awareness of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oblivious"
deranged

incapable of behaving normally or thinking clearly due to mental illness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deranged"
insensible

not noticing or caring about something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insensible"
naive

lacking experience, wisdom, or understanding about the world, often resulting in being overly trusting or easily deceived

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "naive"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek