pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου B2 - Προτίμηση

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις σχετικά με την προτίμηση, όπως «έκκληση», «εύνοια», «διαλέγω» κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές Β2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR B2 Vocabulary
to appeal

to attract or gain interest, approval, or admiration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to appeal"
to consult

to seek information or advice from someone, especially before making a decision or doing something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to consult"
to contest

to formally oppose or challenge a decision or a statement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contest"
to disgust

to make someone feel upset, shocked, and sometimes offended about something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disgust"
to favor

to prefer someone or something to an alternative

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to favor"
favorite

someone or something that one likes more among others of the same kind

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "favorite"
to go for

to choose something among other things

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go for"
to shy away from

to avoid an activity, person, etc. because one is scared, unwilling, or not confident

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shy away from"
to make up one's mind

to come to a final decision or conclusion after considering different options or possibilities

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [make] up {one's} mind"
to pick out

to choose among a group of people or things

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pick out"
to put up with

to tolerate something or someone unpleasant, often without complaining

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put up with"
to think over

to consider a matter carefully before reaching a decision

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to think over"
to take account of something

to consider all the known facts and details before making a final decision

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] account of {sth}"
to turn to

to seek guidance, help, or advice from someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to turn to"
would rather

used to express a preference for one option over another

[πρόταση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "would rather"
decision maker

a person or thing responsible for making important choices or judgments, especially within an organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decision maker"
dislike

the feeling of not liking something or someone

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dislike"
preference

a strong liking for one option or choice over another based on personal taste, favor, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preference"
resolution

a firm decision to do something or to behave in a certain way, often made after careful consideration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resolution"
taste

the ability to recognize something with good quality or high standard, especially in art, style, beauty, etc., based on personal preferences

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "taste"
criteria

the particular characteristics that are considered when evaluating something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "criteria"
liking

a positive feeling or preference toward someone or something, based on personal enjoyment, attraction, or approval

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "liking"
tendency

the likeliness to become or do something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tendency"
alternatively

as a second choice or another possibility

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternatively"
to please

to make someone satisfied or happy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to please"
instead

as a replacement or equal in value, amount, etc.

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "instead"
to disrespect

to behave or speak in a way that is offensive to someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disrespect"
to die

to have a strong longing or intense desire for something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to die"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek