pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου B2 - Πόλεμος και ειρήνη

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τον πόλεμο και την ειρήνη, όπως "όπλα", "στρατιωτικό", "ναυτικό" κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές Β2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR B2 Vocabulary
action

the act of fighting a war or battle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "action"
advance

a forward movement by soldiers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "advance"
camp

a military facility where troops are stationed for training or operational purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "camp"
military

related to the armed forces or soldiers

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "military"
air force

the branch of the armed forces that operates in the air using fighter aircraft

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "air force"
navy

the branch of the armed forces that operates at sea using warships, destroyers, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "navy"
strategy

a field of military science that deals with the planning of an attack or defense

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strategy"
arms

weapons in general, especially those used by the military

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arms"
grenade

a small bomb that explodes in a few seconds, can be thrown by hand or fired from a gun

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grenade"
handgun

a gun that can be used with one hand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "handgun"
mine

a piece of military equipment that is put on or just under the ground or in the sea, which explodes when it is touched

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mine"
campaign

a series of operations carried out to achieve a certain military objective

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "campaign"
to command

to have authority over or be in charge of a unit in the army

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to command"
to desert

to leave the army, navy, etc. without permission or without fulfilling one's obligations

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to desert"
to dominate

to have the power to completely or partially control someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dominate"
to invade

to enter a territory using armed forces in order to occupy or take control of it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to invade"
to recruit

to find people to join the armed forces

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recruit"
to strike

to hit using hands or weapons

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to strike"
gunfight

a fight in which two or more individuals or groups use guns

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gunfight"
armed

equipped with weapons or firearms

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "armed"
civil

involving ordinary people who are not part of the armed forces

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "civil"
occupied

(of a city, country, etc.) captured and under the control, authority, or presence of foreign military forces or other entities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "occupied"
parade

a military event where military units, personnel, and equipment are displayed or marched in formation to display power or be inspected

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parade"
prisoner of war

someone who is captured by the enemy during a war

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prisoner of war"
rank

members of the armed forces involving those who have a lower position

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rank"
refugee

a person who is forced to leave their own country because of war, natural disaster, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refugee"
volunteer

someone who enlists in the armed forces without being forced

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "volunteer"
service

a division of the armed forces such as the army, navy, air force, or marines, that performs specific duties and missions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "service"
tank

a heavily armored military vehicle with tracks and a large gun, used in ground combat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tank"
warship

a ship that is made for war and has weapons

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "warship"
war crime

an inhuman act that is done during a war, which is against the rules of war

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "war crime"
nuclear submarine

a ship moving above and below the sea, which is powered by nuclear energy and is usually armed with weapons such as missile

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nuclear submarine"
target

a person, building, or area marked to be attacked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "target"
to wreck

to damage or destroy something severely

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wreck"
spoil

valuable items that are taken by force, especially during a war

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spoil"
to wound

to cause physical harm or injury to someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wound"
ground-to-air missile

a missile aimed at an aircraft from the ground or a ship

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ground-to-air missile"
air-to-ground missile

a missile that is aimed from an aircraft at a surface on the ground or sea

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "air-to-ground missile"
brass knuckles

a metal weapon that is consisted of a group of connected rings, which is worn on one's fingers in order to hit someone with

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brass knuckles"
dogfight

an aerial combat in which two or more fighter aircraft are engaged

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dogfight"
marine

a member of one of the armed forces who can engage in operations taking place both on land and at sea, particularly a member of Royal Marines or United States Marine Corps

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "marine"
to gun down

to seriously injure or kill a person by shooting them, particularly someone who is defenseless

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gun down"
United States Marine Corps

an armed force of the United States trained for conducting specific military operations such as fighting from the sea

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "United States Marine Corps"
sidearm

a weapon, such as a gun or knife, that is carried on the side of the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sidearm"
bulletproof

built in a way that does not let through any bullets or other projectiles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bulletproof"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek