pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου B2 - Προϊόντα αυτοφροντίδας

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις σχετικά με τα προϊόντα αυτο-φροντίδας, όπως "ξυριστική μηχανή", "σαμπουάν", "αντηλιακό" κ.λπ. που προετοιμάζονται για μαθητές Β2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR B2 Vocabulary
electric razor

an electric device that is used for shaving

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electric razor"
shaver

an electric tool used for shaving

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shaver"
sunscreen

a cream that is applied to the skin to protect it from the harmful rays of the sun

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sunscreen"
shampoo

a liquid used to wash one's hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shampoo"
conditioner

a liquid or cream applied to the hair after shampooing in order to make it softer and easier to style

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conditioner"
balm

a healing or soothing substance with a nice smell applied to the skin in order to relieve pain, irritation, or discomfort

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "balm"
lotion

any type of liquid that is put on the skin to protect or clean it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lotion"
cosmetics

any type of substance that one puts on one's skin, particularly the face, to make it look more attractive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cosmetics"
gel

a clear and jelly-like substance used in cosmetic or medicinal products for the hair or skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gel"
hairspray

a cosmetic product that is sprayed on the hair in order to make it fixed in its position

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hairspray"
eyeliner

a usually black cosmetic that is worn at the edges of the eyes to make them appear more attractive or noticeable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eyeliner"
eyeshadow

a colored cosmetic cream or powder applied to the eyelids or around the eyes to make them stand out or appear more attractive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eyeshadow"
blush

the powder or cream that is put on the cheeks to make them look attractive by giving them color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blush"
concealer

a skin-toned cosmetic, typically in cream or liquid form, used to hide dark circles around the eyes or other imperfections on the skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concealer"
face powder

a skin-toned cosmetic powder applied to the face to make it less shiny and hide any imperfections on the skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "face powder"
foundation

a substance in the form of cream, powder, or liquid applied to facial skin to cover imperfections and prepare it for other cosmetics

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foundation"
lip gloss

a cosmetic substance in liquid or gel form applied to the lips to give them a shiny effect and often a bit of color

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lip gloss"
lipstick

a waxy colored make-up that is worn on the lips

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lipstick"
mascara

a black make-up used to lengthen or darken the eyelashes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mascara"
nail polish

a cosmetic liquid that is put on the nails to color them and make them look attractive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nail polish"
face mask

a substance that the face is covered with temporarily and is then removed in order to soothe or heal the skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "face mask"
dye

a colored substance used to impart or alter the color of materials such as fabric, yarn, or other items through immersion or application

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dye"
tweezers

a small tool with two long parts that are joined at one end, used for gripping and plucking small objects, particularly hairs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tweezers"
cologne

a liquid that people put on some parts of their skin or clothes to smell better

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cologne"
deodorant

a substance that people put on their skin to make it smell better or to hide bad ones

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deodorant"
mouthwash

a liquid with antibacterial ingredients that the mouth and teeth are rinsed with in order to become fresh and healthy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mouthwash"
dental floss

a soft and silky thread used to clean between the teeth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dental floss"
nail file

a metal rough surface used for shaping and evening rough fingernails and toenails

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nail file"
cotton swab

a small stick with round pieces of cotton at each end used for hygienic or cosmetic purposes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cotton swab"
makeup

any type of substance that one uses to add more color or definition to one's face in order to alter or enhance one's appearance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "makeup"
nail clippers

the object that people use to cut and shorten their nails

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nail clippers"
tampon

a piece of cotton material that a woman inserts into her vagina to stop blood from coming out during her period

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tampon"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek