pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου B2 - Κόσμος της Επιστήμης

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τον κόσμο της επιστήμης, όπως "biochemistry", "biological", "bacteria" κ.λπ. που προετοιμάζονται για μαθητές Β2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR B2 Vocabulary
biochemistry

a field of science that deals with the chemistry of organisms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biochemistry"
biological

relating to the science that explores living organisms and their functions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biological"
artificial

made by humans rather than occurring naturally in nature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "artificial"
bacteria

(microbiology) single-celled microorganisms that can be found in various environments, including soil, water, and living organisms, and can be beneficial, harmful, or neutral

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bacteria"
being

a living thing, such as a tree, human, animal, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "being"
cycle

(biology) a series of transformations and events that happen in an animal or plant's lifetime

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cycle"
DNA

(biochemistry) a chemical substance that carries the genetic information, which is present in every cell and some viruses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "DNA"
genetics

the branch of biology that deals with how individual features and different characteristics are passed through genes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "genetics"
to evolve

(biology) to change gradually and over generations into forms that are better adapted to the environment and fitter to survive

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to evolve"
compound

(chemistry) a substance that its molecules consist of two or more elements that are held together by a chemical bond

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compound"
element

a substance that is composed of only one type of atom, typically characterized by specific physical and chemical properties

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "element"
matter

a physical substance that occupies space and exists in every material in the universe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "matter"
mineral

a solid, naturally occurring substance with a specific chemical composition, typically found in the earth's crust, such as gold, copper, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mineral"
molecule

the smallest structure of a substance consisting of a group of atoms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "molecule"
solution

a mixture of different liquids

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solution"
boiling point

the temperature at which a liquid starts boiling

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boiling point"
freezing point

the temperature at which liquid becomes solid

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "freezing point"
radiation

the energy transmitted in the form of particles or waves through the space or a matter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "radiation"
to advance

to help something progress or succeed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to advance"
to absorb

to take in energy, liquid, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to absorb"
to activate

(physics) to make a substance radioactive

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to activate"
to generate

to produce energy, such as heat, electricity, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to generate"
industry

the manufacture of goods using raw materials, particularly in factories

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "industry"
civil engineering

a field of engineering that deals with the design, construction, and repair of buildings, bridges, roads, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "civil engineering"
sensor

a machine or device that detects any changes in the environment and sends the information to other electronic devices

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sensor"
circuit

the complete circle through which an electric current flows, typically consists of the source of electric energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "circuit"
field

(physics) the space or area within which the effect of a particular force exists

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "field"
wire

a long and thin piece of metal that carries an electric current

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wire"
live wire

a wire that carries electrical current and has the potential to cause electric shock or injury if touched

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "live wire"
motion

the process or act of moving or changing place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motion"
to monitor

to carefully check the quality, activity, or changes of something or someone for a period of time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to monitor"
motor

a machine that converts any form of energy into mechanical energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motor"
rate

the number of times something changes or happens during a specific period of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rate"
weathering

the effect of sunlight, wind, or rain, on rocks that makes them change color or appearance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weathering"
impervious

preventing a substance such as liquid from passing through

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impervious"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek