pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου B2 - Αξιολόγηση και Γνώμη

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις σχετικά με την αξιολόγηση και τη γνώμη, όπως «λογαριασμός», «έγκριση», «έγκριση» κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές Β2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR B2 Vocabulary
account

a general description of an idea, a theory, or an event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "account"
to approve

to officially agree to a plan, proposal, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to approve"
approval

a formal agreement to something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "approval"
to assess

to form a judgment on the quality, worth, nature, ability or importance of something, someone, or a situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assess"
assessment

the act of judging or evaluating someone or something carefully based on specific standards or principles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "assessment"
to associate

to make a connection between someone or something and another in the mind

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to associate"
to assume

to think that something is true without having proof or evidence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assume"
case

a series of facts supporting a theory or an argument

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "case"
common sense

the ability to make sound judgments and think in a practical way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "common sense"
conflict

an instance of serious opposition between ideas, values, or interests

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conflict"
estimate

a judgment or calculation of the size, extent, value, etc. of something without knowing the exact details or numbers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "estimate"
controversy

a strong disagreement or argument over something that involves many people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "controversy"
controversial

causing a lot of strong public disagreement or discussion

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "controversial"
consistent

following the same course of action or behavior over time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consistent"
furthermore

used to introduce additional information

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "furthermore"
forum

a public meeting place where people can discuss and exchange views on various topics or issues

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forum"
counterargument

an opposing argument or viewpoint that challenges an idea or theory

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "counterargument"
disagreement

a contrast of facts or ideas between two or more sides

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disagreement"
incident

a strong disagreement or conflict between two countries that often involves military action

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incident"
to criticize

to judge something based on its positive or negative points

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to criticize"
debate

a discussion about a particular issue between two opposing sides, mainly held publicly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "debate"
to defend

to support someone or try to justify an action, plan, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to defend"
to differ

to disagree with someone or to hold different opinions, viewpoints, or beliefs

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to differ"
to divide

to cause disagreement among people

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to divide"
to emphasize

to give special attention or importance to something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to emphasize"
to fall out

to no longer be friends with someone as a result of an argument

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fall out"
to fit

to agree with or be suitable for a particular thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fit"
to hold

to have a specific opinion or belief about someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hold"
to infer

to reach an opinion or decision based on available evidence and one's understanding of the matter

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to infer"
to appreciate

to value something or someone's good qualities

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to appreciate"
to take somebody or something for granted

to not appreciate a person or thing because one thinks one will never lose them

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] {sb/sth} for granted"
inference

a conclusion one reaches from the existing evidence or known facts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inference"
superficial

not done in a complete or thorough way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "superficial"
as far as somebody is concerned

used to express an individual's opinion on a particular matter

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "(as|so) far as {sb} [is] concerned"
to have a problem with somebody or something

to not to be able to approve or accept someone or something

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [have] a problem with {sb/sth}"
in a nutshell

used to summarize or describe something briefly

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in a nutshell"
if you ask me

used to introduce one's personal opinion or perspective on a topic, emphasizing on the fact that it is their personal view

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "if you ask me"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek