pattern

Βιβλίο English File – Στοιχειώδης - Μάθημα 7Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από το Μάθημα 7Α στο βιβλίο μαθημάτων English File Elementary, όπως "inventor", "novel", "sing" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
English File - Elementary
to write

to make letters, words, or numbers on a surface, usually on a piece of paper, with a pen or pencil

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to write"
to act

to play or perform a role in a play, movie, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to act"
to sing

to use our voice in order to produce musical sounds in the form of a tune or song

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sing"
to paint

to cover a surface or object with a colored liquid, usually for decoration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to paint"
to compose

to write a literary piece with a lot of consideration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to compose"
to compose

to write a musical piece

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to compose"
to dance

to move the body to music in a special way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dance"
to direct

to give instructions to actors and organize the scenes or flow of a movie, play, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to direct"
to invent

to make or design something that did not exist before

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to invent"
art

the use of creativity and imagination to express emotions and ideas by making things like paintings, sculptures, music, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "art"
novel

a long written story that usually involves imaginary characters and places

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "novel"
politics

a set of ideas and activities involved in governing a country, state, or city

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "politics"
science

knowledge about the structure and behavior of the natural and physical world, especially based on testing and proving facts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "science"
singer

someone whose job is to use their voice for creating music

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "singer"
writer

someone whose job involves writing articles, books, stories, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "writer"
composer

a person who writes music as their profession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "composer"
dancer

someone whose profession is dancing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dancer"
director

a person in charge of a movie or play who gives instructions to the actors and staff

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "director"
inventor

someone who makes or designs something that did not exist before

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inventor"
artist

someone who creates drawings, sculptures, paintings, etc. either as their job or hobby

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "artist"
novelist

a writer who explores characters, events, and themes in depth through long narrative stories, particularly novels

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "novelist"
yesterday

the day before today; the previous day

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yesterday"
morning

the time of day that is between when the sun starts to rise and the middle of the day at twelve o'clock

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "morning"
last

immediately preceding the present time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "last"
night

the time when the sun goes down, it gets dark outside, and we sleep

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "night"
month

each of the twelve named divisions of the year, like January, February, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "month"
three

the number 3

[αριθμητικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "three"
day

a period of time that is made up of twenty-four hours

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "day"
five

the number 5

[αριθμητικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "five"
minute

each of the sixty parts that creates one hour and is made up of sixty seconds

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "minute"
week

a period of time that is made up of seven days in a calendar

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "week"
summer

the season that comes after spring and in most countries summer is the warmest season

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "summer"
before

at an earlier time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "before"
a

used when we want to talk about a person or thing for the first time or when other people may not know who or what they are

[Καθοριστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "a"
year

a period of time that is made up of twelve months, particularly one that starts on January first and ends on December thirty-first

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "year"
in

used before a specific period of time to show when or at what time something happens or how long it takes for it to happen

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek