pattern

Βιβλίο Headway - Ενδιάμεσο - Ενότητα 3

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 στο βιβλίο μαθημάτων Headway Intermediate, όπως "ζωτικά", "πλέξη", "απεριποίητο" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Headway - Intermediate
balance

the state of being steady or stable, where things are in proper proportion or harmony

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "balance"
to go

to view a specific page or website

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go"
social media

websites and applications enabling users to share content and build communities on their smartphones, computers, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "social media"
run

the act of moving on foot at a fast pace, often faster than walking, as a form of exercise or to travel a distance quickly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "run"
to watch

to look at a thing or person and pay attention to it for some time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to watch"
to sing

to use our voice in order to produce musical sounds in the form of a tune or song

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sing"
choir

a group of singers who perform together, particularly in religious ceremonies or in public

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "choir"
to knit

to create clothing, fabric, etc., typically from wool or thread, using a machine or a pair of long and thin needles

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to knit"
to sew

to join two or more pieces of fabric or other materials together, often by using a needle and thread

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sew"
to go

to travel or move from one location to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go"
gym

a place with special equipment that people go to exercise or play sports

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gym"
shopping

the act of buying goods from stores

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shopping"
to do

to perform an action that is not mentioned by name

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to do"
do it yourself

the act of repairing, making, or doing things by oneself instead of paying a professional to do them

[πρόταση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "do it yourself"
yoga

a system of physical exercises, including breath control and meditation, practiced to gain more control over your body and mind

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yoga"
to play

to enjoy yourself and do things for fun, like children

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to play"
squash

a game that involves two or more players, hitting a rubber ball against the walls of a closed court by a racket

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "squash"
water sport

any recreational or competitive activity that takes place on or in water such as swimming and rowing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "water sport"
to cycle

to ride or travel on a bicycle or motorbike

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cycle"
camping

the activity of ‌living outdoors in a tent, camper, etc. on a vacation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "camping"
computer game

a game designed to be played on a computer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "computer game"
horse riding

a sport that involves riders performing specific tasks like jumping over obstacles or showcasing their skills on horseback

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "horse riding"
jogging

the sport or activity of running at a slow and steady pace

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jogging"
helmet

a hard hat worn by soldiers, bikers, etc. for protection

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "helmet"
drill

a way of instruction through repetition and a lot of practice

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drill"
meditation

the act or practice of concentrating on the mind and releasing negative energy or thoughts for religious reasons or for calming one's mind

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meditation"
trainer

a sports shoe with a rubber sole that is worn casually or for doing exercise

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trainer"
sales

the total amount of income a company, store, etc. makes from the sales of goods or services over a specific period of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sales"
saddle

a seat made for riding on the back of a horse or other animal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "saddle"
needle

a slender, solid, often sharp-pointed instrument used for withdrawing blood samples, injecting medicine, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "needle"
thread

a thin strand of material, such as cotton, nylon, or silk, used for sewing or weaving

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thread"
sleeping bag

a portable, padded, and zippered bag used for sleeping, typically outdoors or while camping

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sleeping bag"
screwdriver

a small tool with a metal part by which screws can be turned

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "screwdriver"
surfboard

a long board we stand or lie on to ride waves

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surfboard"
store card

a card that can be used to pay for items one buys in a particular store

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "store card"
tracksuit

a loose and warm pair of pants and matching jacket worn casually or for doing exercise

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tracksuit"
headset

the part of a bicycle that connects the front fork to the frame, allowing it to turn for steering

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "headset"
mat

a thick plastic or rubber material used in particular sports for landing or lying on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mat"
shorts

short pants that end either above or at the knees

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shorts"
tent

a shelter that usually consists of a long sheet of cloth, nylon, etc. supported by poles and ropes fixed to the ground, that we especially use for camping

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tent"
racket

an object with a handle, an oval frame and a tightly fixed net, used for hitting the ball in sports such as badminton, tennis, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "racket"
wetsuit

a tight-fitting piece of clothing made of rubber that is worn by underwater swimmers to remain warm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wetsuit"
to sip

to drink a liquid by taking a small amount each time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sip"
unkempt

(of hair) not brushed or cut neatly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unkempt"
jet set

a group of wealthy, stylish individuals who travel frequently and luxuriously, often to exclusive destinations for leisure and social activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jet set"
credit card

a plastic card, usually given to us by a bank, that we use to pay for goods and services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "credit card"
minimum wage

the lowest level of salary, set by the law

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "minimum wage"
vitally

with crucial significance or paramount importance

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vitally"
pay

the money that is paid to someone for doing their job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pay"
increase

a rise in something's amount, degree, size, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "increase"
television

an electronic device with a screen that receives television signals, on which we can watch programs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "television"
to go for

to choose something among other things

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go for"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek