pattern

Βιβλίο Headway - Ενδιάμεσο - Μονάδα 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 στο βιβλίο μαθημάτων Headway Intermediate, όπως "απότομα", "φήμη", "τακτοποιώ" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Headway - Intermediate
to trace

to find someone or something, often by following a series of clues or evidence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to trace"
flawless

perfect, without any mistakes, faults, or imperfections

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flawless"
to settle

to come to rest or take a comfortable position, often by sitting

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to settle"
abruptly

in a sudden or unexpected manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abruptly"
active

a member or participant in a particular organization or group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "active"
actor

someone whose job involves performing in movies, plays, or series

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "actor"
acting

the job or art of performing in movies, plays or TV series

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acting"
action

the process of doing something, often requiring effort, with a specific purpose or goal in mind

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "action"
activity

something that a person spends time doing, particularly to accomplish a certain purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "activity"
to activate

to make something such as a process, piece of equipment, etc. start working

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to activate"
heavy

great in amount, degree, or intensity; worse than usual in severity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heavy"
traffic

the coming and going of cars, airplanes, people, etc. in an area at a particular time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "traffic"
strong

having a lot of physical power

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strong"
wind

air that moves quickly or strongly in a current as a result of natural forces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wind"
high

having a relatively great vertical extent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high"
standard

commonly recognized, done, used, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "standard"
to enrich

to enhance the quality of something, particularly by adding something to it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enrich"
life

the state of existing as a person who is alive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "life"
to get stuck in

to not be able to move from a place or position

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [get] stuck (in|into)"
to make

to form, produce, or prepare something, by putting parts together or by combining materials

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make"
profit

the sum of money that is gained after all expenses and taxes are paid

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "profit"
verb

(grammar) a word or phrase used to describe an action, state, or experience

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "verb"
adjective

a type of word that describes a noun

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adjective"
noun

a word that is used to name a person, thing, event, state, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "noun"
adverb

a word that gives more information about a verb, adjective, or another adverb

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adverb"
reputation

the general opinion that the public has about someone or something because of what they did in the past

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reputation"
passion

a powerful and intense emotion or feeling toward something or someone, often driving one's actions or beliefs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "passion"
to point

to show the place or direction of someone or something by holding out a finger or an object

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to point"
to turn a profit

to earn a financial gain or make a profit from a business venture, investment, or other financial endeavor

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [turn] a profit"
to have a laugh

to share moments of humor and laughter with others

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [have] a laugh"
to study

to spend time to learn about certain subjects by reading books, going to school, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to study"
fluent

capable of using a language easily and properly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fluent"
to get on top of something

to be able to handle and manage a situation or thing successfully

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [get] on top of {sth}"
to take advantage of something

to make use of a situation, opportunity, or resource in a way that benefits oneself or achieves a desired outcome

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] advantage of {sth}"
to meet somebody halfway

to come to an agreement with someone by granting some of their requests while they grant some of one's requests

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [meet] {sb} halfway"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek