pattern

Βιβλίο Headway - Ενδιάμεσο - Ενότητα 8

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 8 στο βιβλίο μαθημάτων Headway Intermediate, όπως "συνειδητός", "φαντασία", "πρόβλεψη" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Headway - Intermediate
perfect

completely without mistakes or flaws, reaching the best possible standard

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perfect"
imperfect

having faults, flaws, or shortcomings

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imperfect"
formal

suitable for fancy, important, serious, or official occasions and situations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "formal"
informal

suitable for friendly, relaxed, casual, or unofficial occasions and situations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "informal"
conscious

having awareness of one's surroundings

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conscious"
unconscious

(of a person) unresponsive and unaware of the surroundings, typically caused by either an illness or injury

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unconscious"
suitable

appropriate or acceptable for a certain situation or purpose

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suitable"
creative

making use of imagination or innovation in bringing something into existence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "creative"
imagination

something that is formed in the mind and does not exist in reality

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imagination"
colorful

having a lot of different and often bright colors

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "colorful"
to shorten

to decrease the length of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shorten"
kindness

an action that is caring, kind, or helpful

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kindness"
to educate

to teach someone, often within a school or university setting

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to educate"
excitement

a strong feeling of enthusiasm and happiness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excitement"
confidently

in a way that shows confidence and trust in oneself or another person's abilities, plans, etc.

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confidently"
automatically

without deliberate thought or attention

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "automatically"
careless

not paying enough attention to what we are doing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "careless"
to disagree

to hold or give a different opinion about something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disagree"
disagreement

an argument or a situation in which people have different opinions about something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disagreement"
agreement

a promise, an arrangement, or a contract between two or more people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "agreement"
unhappy

experiencing a lack of joy or positive emotions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unhappy"
unhappiness

the state or condition of not being happy, characterized by feelings of dissatisfaction, discontent, or sorrow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unhappiness"
happiness

the feeling of being happy and well

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "happiness"
consciousness

the state or quality of being awake and capable of perception, thought, and response

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consciousness"
unconsciousness

the state of not being awake or aware of one's surroundings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unconsciousness"
inexpensive

having a reasonable price

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inexpensive"
expensive

having a high price

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expensive"
helpful

offering assistance or support, making tasks easier or problems more manageable for others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "helpful"
impolite

having bad manners or behavior

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impolite"
impoliteness

the quality of being rude or lacking good manners

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impoliteness"
successful

getting the results you hoped for or wanted

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "successful"
unsuccessful

not achieving the intended or desired outcome

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unsuccessful"
to misunderstand

to fail to understand something or someone correctly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to misunderstand"
understandable

easy to comprehend

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "understandable"
useful

providing help when needed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "useful"
to reuse

to use something once more, usually for a different purpose

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reuse"
useless

lacking purpose or function, and unable to help in any way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "useless"
selfishness

the quality or state of being excessively focused on oneself, one's own interests, or needs without regard for others.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "selfishness"
nonstop

without pausing or taking a break

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nonstop"
prediction

the act of saying what one thinks is going to happen in the future or what the outcome of something will be

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prediction"
rechargeable

(of a battery or device) capable of being supplied with electrical power again

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rechargeable"
multilingual

referring to the ability to use or communicate in multiple languages

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "multilingual"
many

used to indicate a large number of people or things

[Καθοριστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "many"
before

at an earlier time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "before"
again

for one more instance

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "again"
possible

able to exist, happen, or be done

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "possible"
impossible

not able to occur, exist, or be done

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impossible"
patient

able to remain calm, especially in challenging or difficult situations, without becoming annoyed or anxious

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "patient"
impatient

unable to wait calmly for something or someone, often feeling irritated or frustrated

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impatient"
lucky

having or bringing good luck

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lucky"
to spell

to write or say the letters that form a word one by one in the right order

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spell"
to misspell

to incorrectly write a word, by using wrong letters or rearranging them in a wrong order

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to misspell"
legal

related to the law or the legal system

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "legal"
illegal

forbidden by the law

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illegal"
to appear

to become visible and noticeable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to appear"
to disappear

to no longer be able to be seen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disappear"
regular

following a pattern, especially one with fixed or uniform intervals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "regular"
irregular

not conforming to established rules, patterns, or norms

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irregular"
happy

emotionally feeling good

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "happy"
glad

feeling happy, satisfied, or pleased about something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glad"
articulate

(of a person) able to express oneself clearly and effectively

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "articulate"
expressive

demonstrating or showing a strong or vivid display of emotions, feelings, or ideas

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expressive"
bright

capable of thinking and learning in a good and quick way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bright"
smart

able to think and learn in a good and quick way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smart"
self-centered

(of a person) not caring about the needs and feelings of no one but one's own

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-centered"
selfish

always putting one's interests first and not caring about the needs or rights of others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "selfish"
arrogant

showing a proud, unpleasant attitude toward others and having an exaggerated sense of self-importance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arrogant"
big-headed

having or displaying the belief that one is superior in intellect, importance, skills, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "big-headed"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek