pattern

Βιβλίο Solutions - Προ-ενδιάμεσο - Μονάδα 4 - 4Η

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 - 4Η στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Pre-Intermediate, όπως "παρ' όλα αυτά", "αλλάξω", "επενδύω" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Pre-Intermediate
nevertheless

used to introduce an opposing statement

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nevertheless"
to alter

to cause something to change

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to alter"
to cause

to make something happen, usually something bad

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cause"
combat

a fight between different military forces during a war

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "combat"
to lead

to go in front of or beside someone or something in order to show them the way or to make them go in a particular direction

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lead"
to recycle

to make a waste product usable again

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recycle"
to reduce

to make something smaller in amount, degree, price, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reduce"
climate change

a permanent change in global or regional climate patterns, including temperature, wind, and rainfall

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "climate change"
plastic

a light substance produced in a chemical process that can be formed into different shapes when heated

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plastic"
paper

the thin sheets on which one can write, draw, or print things, also used as wrapping material

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "paper"
glass

a container that is used for drinks and is made of glass

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glass"
carbon

a nonmetal element that can be found in all organic compounds and living things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carbon"
emission

the act of producing or releasing something, especially gas or radiation, into the atmosphere or environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emission"
global warming

the increase in the average temperature of the Earth as a result of the greenhouse effect

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "global warming"
behavior

the way that someone acts, particularly in the presence of others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "behavior"
green

(of a substance or product) causing no harm to the environment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "green"
lifestyle

a type of life that a person or group is living

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lifestyle"
to use up

to entirely consume a resource, leaving none remaining

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to use up"
natural resources

raw materials found in nature that are used by human beings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "natural resources"
to rely on

to have faith in someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rely on"
fossil fuel

a fuel that is found in nature and obtained from the remains of plants and animals that died millions of years ago, such as coal and gas

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fossil fuel"
to emit

to release gases or odors into the air

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to emit"
carbon dioxide

a type of gas with no color and smell that is produced by burning carbon or during breathing out

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carbon dioxide"
to protect

to prevent someone or something from being damaged or harmed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to protect"
endangered species

a type of animal or plant that is at risk of becoming extinct

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "endangered species"
carbon footprint

the amount of carbon dioxide that an organization or person releases into the atmosphere

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carbon footprint"
to invest

to devote a lot of effort, time, etc. to something from which one expects to achieve a good result

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to invest"
renewable

describing a contract, agreement, etc. that can be continued for a further period of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "renewable"
energy

the physical and mental strength required for activity, work, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "energy"
to save

to keep someone or something safe and away from harm, death, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to save"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek