pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 1 - Μάθημα 44

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 1
itinerant

(of a person) traveling from place to place, often for work or a specific purpose

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "itinerant"
itinerary

a plan of the route and the places that one will visit on a journey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "itinerary"
to itinerate

o travel from one location to another, often on a regular circuit, for a specific purpose or duty

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to itinerate"
commodious

having plenty of space for movement and storage

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commodious"
commodity

(economics) an unprocessed material that can be traded in different exchanges or marketplaces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commodity"
wavelet

a small, brief wave on a liquid surface

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wavelet"
to waver

to move in a rhythmic or repetitive pattern that rises and falls

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to waver"
to encumber

to hinder the process or make something harder to do or achieve

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to encumber"
encumbrance

a burden or obstacle that impedes progress or makes a task more challenging

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "encumbrance"
to further

to advance the progress or growth of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to further"
odoriferous

having a distinct and often pleasant natural scent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "odoriferous"
odorous

possessing a distinct or recognizable scent, often unpleasant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "odorous"
reflection

the action or process where a wave, such as light or sound, bounces back from a surface instead of passing through

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reflection"
reflector

a photographic accessory used to redirect or bounce light onto a subject, typically consisting of a flat or curved surface made of reflective material

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reflector"
to effuse

to release freely, often in a natural or uncontrolled manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to effuse"
effusion

an instance of flowing out under pressure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "effusion"
effusive

showing strong or excessive emotion or enthusiasm

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "effusive"
furtherance

the process of helping something grow, develop, or become more successful

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "furtherance"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek