pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 1 - Μάθημα 47

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 1
hierarchy

the grouping of people into different levels or ranks according to their power or importance within a society or system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hierarchy"
hieroglyphic

a system of writing using symbols or pictures, originally used by the ancient Egyptians

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hieroglyphic"
adversary

a person that one is opposed to and fights or competes with

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adversary"
adverse

against someone or something's advantage

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adverse"
adversity

a situation marked by hardship or misfortune

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adversity"
gestation

the period during which a woman is pregnant, from conception to birth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gestation"
to germinate

to start to grow, producing buds or branches

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to germinate"
to relinquish

to voluntarily give up or surrender control, possession, or responsibility over something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to relinquish"
reliquary

a box or case for holding and displaying sacred objects

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reliquary"
to relish

to enjoy or take pleasure in something greatly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to relish"
relic

an object or part of an object surviving from the past, typically with historical or emotional value, often linked to a person, event, or era

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relic"
erudite

displaying or possessing extensive knowledge that is acquired by studying and reading

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "erudite"
erudition

deep, extensive learning or knowledge

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "erudition"
lackadaisical

lazy and dreamy, without much energy or interest

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lackadaisical"
lackluster

(of hair or eyes) without shine, sheen, or brightness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lackluster"
to perceive

to realize through the senses

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to perceive"
perceptive

(of a person) able to quickly and accurately understand or notice things due to keen awareness and insight

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perceptive"
to incarcerate

to confine someone in prison or a similar facility due to legal reasons or as a form of punishment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to incarcerate"
incarceration

the act of putting or keeping someone in captivity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incarceration"
incarnate

existing in a physical form, especially in reference to a quality or concept

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incarnate"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek