pattern

Βιβλίο Solutions - Προχωρημένο - Μονάδα 9 - 9C

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 - 9Γ στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Advanced, όπως "Demise", "Indication", "Undermine" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Advanced
factor

one of the things that affects something or contributes to it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "factor"
collapse

(of a system, organization, etc.) a sudden and abrupt failure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "collapse"
civilization

a society that has developed its own culture and institutions in a particular period of time or place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "civilization"
climate change

a permanent change in global or regional climate patterns, including temperature, wind, and rainfall

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "climate change"
corruption

illegal and dishonest behavior of someone, particularly one who is in a position of power

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corruption"
economic

relating to the production, distribution, and management of wealth and resources within a society or country

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "economic"
foreign

related or belonging to a country or region other than your own

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foreign"
invasion

the act of invading or entering a territory, country, or region by force or without permission, often with the intent to control or dominate the area and its inhabitants

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "invasion"
internal

referring to activities or matters within a country's borders

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "internal"
conflict

a military clash between two nations or countries, usually one that lasts long

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conflict"
overpopulation

a situation where the number of people living in a particular area is more than the capacity of the environment to support them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overpopulation"
to trigger

to cause something to happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to trigger"
demise

the failure or cessation of something such as an organization, system, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "demise"
to give

to guess how long something will last

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to give"
indication

something that is a sign of another thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indication"
to enjoy

to take pleasure or find happiness in something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enjoy"
success

the fact of reaching what one tried for or desired

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "success"
to undermine

to gradually decrease the effectiveness, confidence, or power of something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to undermine"
theory

a set of ideas intended to explain the reason behind the existence or occurrence of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "theory"
to fall

to lose a position of power, authority, or influence, often as a result of a negative event or circumstance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fall"
decline

a continuous reduction in something's amount, value, intensity, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decline"
to put into

to invest a specific amount of time or effort into an activity or task with dedication

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put into"
perspective

a specific manner of considering something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perspective"
to spell

to indicate or signify something, often in a clear or explicit way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spell"
end

the last part or final stage of an occurrence or event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "end"
to play

to take part in a game or activity for fun

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to play"
role

a set of actions and responsibilities that are assigned to a person or group within a specific context

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "role"
to combat

to fight or contend against someone or something, often in a physical or armed conflict

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to combat"
to deal

to express or convey something in a particular way through speech, writing, or art

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deal"
to depose

to remove someone from a position of power or authority, often through force or legal action

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to depose"
to exacerbate

to make a problem, bad situation, or negative feeling worse or more severe

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exacerbate"
to face

to deal with a given situation, especially an unpleasant one

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to face"
to grind

to crush something into small particles by rubbing or pressing it against a hard surface

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grind"
to sack

to dismiss someone from their job

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sack"
to swell

to increase in size, volume, or intensity, often in a gradual or steady manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to swell"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek