pattern

Βιβλίο Solutions - Προχωρημένο - Ενότητα 4 - 4Α - Μέρος 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 - 4Α - Μέρος 2 στο βιβλίο μαθημάτων Solutions Advanced, όπως "soar", "constant", "amendment" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Solutions - Advanced
population growth

the increase in the number of individuals in a population over a specific period of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "population growth"
refugee

a person who is forced to leave their own country because of war, natural disaster, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "refugee"
terrorism

the act of using violence such as killing people, bombing, etc. to gain political power

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "terrorism"
to soar

to increase rapidly to a high level

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to soar"
to keep pace

to maintain a similar speed or level of progress as something or someone else

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [keep] pace"
to remain

to stay in the same state or condition

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to remain"
constant

remaining unchanged and stable in degree, amount, or condition

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "constant"
to lag behind

to develop or progress more slowly than someone or something else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lag behind"
to surge

(of prices, shares, etc.) to abruptly and significantly increase

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to surge"
to nosedive

(especially of a price, value, etc.) to decline suddenly and rapidly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to nosedive"
to change

to not stay the same and as a result become different

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to change"
to adapt

to adjust oneself to fit into a new environment or situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to adapt"
adaptation

adaptation refers to the process of adjusting or modifying oneself or something to fit new circumstances or conditions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adaptation"
to adjust

to slightly alter or move something in order to improve it or make it work better

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to adjust"
adjustment

the act of making something suitable or adapting to specific circumstances by making necessary changes or modifications

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adjustment"
to alter

to cause something to change

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to alter"
alteration

a change in something that does not fundamentally make it different

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alteration"
to amend

to make alterations or adjustments to improve the quality, effectiveness, or suitability of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to amend"
amendment

the process of slightly changing something in order to fix or improve it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amendment"
to convert

to change the form, purpose, character, etc. of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to convert"
conversion

an event or process that leads to a significant transformation or change in something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conversion"
to evolve

to develop from a simple form to a more complex or sophisticated one over an extended period

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to evolve"
evolution

the process in which over a long period of time a particular thing becomes more advanced

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evolution"
to transform

to change the appearance, character, or nature of a person or object

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to transform"
transformation

the process of a significant and fundamental change in something, often resulting in a new form or state

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transformation"
to modify

to make minor changes to something so that it is more suitable or better

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to modify"
modification

the act of making small changes in something, usually for an enhancement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "modification"
to mutate

to experience genetic changes

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mutate"
mutation

any kind of shift or transformation in characteristics or attributes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mutation"
to revise

to make changes to something, especially in response to new information, feedback, or a need for improvement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to revise"
revision

the act of examining and making corrections or alterations to a text, plan, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "revision"
to vary

to make changes to or modify something, making it slightly different

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to vary"
variation

a slight or noticeable change or alteration from the normal or standard state of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "variation"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek