pattern

Βιβλίο Four Corners 3 - Ενότητα 2 Μάθημα Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 Μάθημα Δ στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 3, όπως "ρεπορτάζ", "επιτέλους", "αμήχανος" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 3
reporter

a person who gathers and reports news or does interviews for a newspaper, TV, radio station, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reporter"
experience

the skill and knowledge we gain from doing, feeling, or seeing things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "experience"
response

a reply to something in either spoken or written form

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "response"
elevator

a box-like device that moves up and down and is used to get to the different levels of a building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elevator"
pretty

to a degree that is high but not very high

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pretty"
finally

after a long time, usually when there has been some difficulty

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "finally"
embarrassed

feeling ashamed and uncomfortable because of something that happened or was said

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "embarrassed"
to record

to store information in a way that can be used in the future

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to record"
to drive

to control the movement and the speed of a car, bus, truck, etc. when it is moving

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drive"
bright

emitting or reflecting a significant amount of light

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bright"
asleep

not conscious or awake

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "asleep"
to remember

to bring a type of information from the past to our mind again

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to remember"
voice

the sounds that a person makes when speaking or singing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "voice"
desk

furniture we use for working, writing, reading, etc. that normally has a flat surface and drawers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "desk"
backyard

a small, enclosed area that is situated at the back of a house and is usually covered with a lawn or other vegetation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "backyard"
restroom

a room in a public place with a toilet in it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "restroom"
middle school

(in the US and Canada) a junior high school; a school for children between the ages of about 11 and 14

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "middle school"
inside-out

(of the inner surface of something) facing outward instead of facing in

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inside-out"
mathematics

the study of numbers and shapes that involves calculation and description

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mathematics"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek