pattern

Βιβλίο Four Corners 3 - Ενότητα 1 Μάθημα Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 1 Μάθημα Δ στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 3, όπως "επιτεύω", "βίαιος", "πρόσφατος" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 3
to allow

to let someone or something do a particular thing

επιτρέπω, αφήνω

επιτρέπω, αφήνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to allow"
especially

used for showing that what you are saying is more closely related to a specific thing or person than others

ιδιαίτερα, κυρίως

ιδιαίτερα, κυρίως

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "especially"
violent

using or involving physical force that is intended to damage, harm, or kill

βίαιος, τραχύς

βίαιος, τραχύς

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "violent"
to spend

to use money as a payment for services, goods, etc.

ξοδεύω, δαπανούν

ξοδεύω, δαπανούν

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spend"
lonely

feeling sad because of having no one to talk to or spend time with

μοναχικός, μοναξιά

μοναχικός, μοναξιά

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lonely"
alone

without anyone else

μόνος, καταμεσής

μόνος, καταμεσής

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alone"
afraid

getting a bad and anxious feeling from a person or thing because we think something bad or dangerous will happen

φοβισμένος, ανήσυχος

φοβισμένος, ανήσυχος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "afraid"
to make

(dummy verb) to perform an action that is specified by a noun

κάνω (káno), πράττω (prátto)

κάνω (káno), πράττω (prátto)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to make"
friend

someone we know well and trust, but normally they are not part of our family

φίλος (fílos), κολλητός (kollitós)

φίλος (fílos), κολλητός (kollitós)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "friend"
recent

having happened, started, or been done only a short time ago

πρόσφατος, νωπός

πρόσφατος, νωπός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "recent"
study

a detailed and careful consideration and examination

μελέτη, έρευνα

μελέτη, έρευνα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "study"
to suggest

to mention an idea, proposition, plan, etc. for further consideration or possible action

προτείνω, υποδηλώνω

προτείνω, υποδηλώνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suggest"
positive

useful or involving an advantage

θετικός, ωφέλιμος

θετικός, ωφέλιμος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "positive"
side

the right or left half of an object, place, person, etc.

πλευρά, μέρος

πλευρά, μέρος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "side"
important

having a lot of value

σημαντικός, καθοριστικός

σημαντικός, καθοριστικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "important"
skill

an ability to do something well, especially after training

δεξιότητα, ικανότητα

δεξιότητα, ικανότητα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "skill"
advantage

a condition that causes a person or thing to be more successful compared to others

πλεονέκτημα, ωφέλεια

πλεονέκτημα, ωφέλεια

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "advantage"
brain

the body part that is inside our head controlling how we feel, think, move, etc.

εγκέφαλος, νόηση

εγκέφαλος, νόηση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brain"
workout

a session of physical exercise or practice meant to improve or maintain health, fitness, or strength

προπόνηση, γυμναστική

προπόνηση, γυμναστική

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "workout"
decision

a choice or judgment that is made after adequate consideration or thought

απόφαση, κριτική

απόφαση, κριτική

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "decision"
quickly

with a lot of speed

γρήγορα, ταχύτατα

γρήγορα, ταχύτατα

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quickly"
strategy

an organized plan made to achieve a goal

στρατηγική (stratigikí), σχέδιο (schédio)

στρατηγική (stratigikí), σχέδιο (schédio)

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strategy"
to plan

to decide on and make arrangements or preparations for something ahead of time

σχεδιάζω, προγραμματίζω

σχεδιάζω, προγραμματίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to plan"
to manage

to be in charge of the work of a team, organization, department, etc.

διαχειρίζομαι, διοικώ

διαχειρίζομαι, διοικώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to manage"
to improve

to make a person or thing better

βελτιώνω, αυξάνω

βελτιώνω, αυξάνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to improve"
multiplayer

(of a video game) allowing several players to compete with each other at the same time

πολυπαιχνιδικό, πολυσυμμετοχικό

πολυπαιχνιδικό, πολυσυμμετοχικό

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "multiplayer"
to achieve

to finally accomplish a desired goal after dealing with many difficulties

καταφέρνω, επιτυγχάνω

καταφέρνω, επιτυγχάνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to achieve"
goal

our purpose or desired result

στόχος, σκοπός

στόχος, σκοπός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "goal"
chance

a possibility that something will happen

πιθανότητα, ευκαιρία

πιθανότητα, ευκαιρία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chance"
leader

a person who leads or commands others

ηγέτης, καθοδηγητής

ηγέτης, καθοδηγητής

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leader"
to increase

to become larger in amount or size

αυξάνομαι, μεγαλώνω

αυξάνομαι, μεγαλώνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to increase"
confidence

the belief in one's own ability to achieve goals and get the desired results

αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη

αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confidence"
scientist

someone whose job or education is about science

επιστήμονας, επιστημονικός

επιστήμονας, επιστημονικός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scientist"
physically

in relation to the body as opposed to the mind

φυσικά, σωματικά

φυσικά, σωματικά

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "physically"
to believe

to accept something to be true even without proof

πιστεύω, δεισιδαιμονώ

πιστεύω, δεισιδαιμονώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to believe"
eyesight

the ability that enables a person to see

όραση, όραση του οφθαλμού

όραση, όραση του οφθαλμού

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eyesight"
coordination

the act or process of organizing different parts of something so that they can properly work as a whole

συντονισμός, συντονιστική διαδικασία

συντονισμός, συντονιστική διαδικασία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coordination"
perhaps

used to express possibility or likelihood of something

ίσως, ά可能

ίσως, ά可能

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "perhaps"
education

the process that involves teaching and learning, particularly at a school, university, or college

Εκπαίδευση, Μάθηση

Εκπαίδευση, Μάθηση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "education"
distance

the length of the space that is between two places or points

απόσταση, διάστημα

απόσταση, διάστημα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distance"
private

used by or belonging to only a particular individual, group, institution, etc.

ιδιωτικός, προσωπικός

ιδιωτικός, προσωπικός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "private"
lesson

a part of a book that is intended to be used for learning a specific subject

μάθημα, διδασκαλία

μάθημα, διδασκαλία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lesson"
tutor

a teacher who gives lessons privately to one student or a small group

διδάσκαλος, καθηγητής

διδάσκαλος, καθηγητής

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tutor"
large

above average in amount or size

μεγάλος, ευρύς

μεγάλος, ευρύς

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "large"
small

below average in physical size

μικρός, κατασκευασμένος

μικρός, κατασκευασμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "small"
class

students as a whole that are taught together

τάξη, μάθημα

τάξη, μάθημα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "class"
online

connected to or via the Internet

διαδικτυακός, on-line

διαδικτυακός, on-line

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "online"
learning

the process or act of gaining knowledge or a new skill by studying, experimenting, or practicing

μάθηση, εκμάθηση

μάθηση, εκμάθηση

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "learning"
to study

to spend time to learn about certain subjects by reading books, going to school, etc.

μελετώ, σπουδάζω

μελετώ, σπουδάζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to study"
abroad

in or traveling to a different country

στο εξωτερικό, στο εξωτερικό ταξίδι

στο εξωτερικό, στο εξωτερικό ταξίδι

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abroad"
to watch

to look at a thing or person and pay attention to it for some time

παρατηρώ, βλέπω

παρατηρώ, βλέπω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to watch"
movie

a story told through a series of moving pictures with sound, usually watched via television or in a cinema

ταινία, κινηματογράφος

ταινία, κινηματογράφος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "movie"
English

the most common language in the world, originating in England but also the official language of America, Canada, Australia, etc.

Αγγλικά, Αγγλική γλώσσα

Αγγλικά, Αγγλική γλώσσα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "English"
mathematics

the study of numbers and shapes that involves calculation and description

μαθηματικά, γεωμετρία

μαθηματικά, γεωμετρία

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mathematics"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek