pattern

Βιβλίο Four Corners 3 - Ενότητα 4 Μάθημα Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 Μάθημα Δ στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 3, όπως «πλήρωμα», «float», «διαστημικό λεωφορείο» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 3
astronaut

someone who is trained to travel and work in space

αστροναύτης, διαστημάνθρωπος

αστροναύτης, διαστημάνθρωπος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "astronaut"
crew

all the people who work on a ship, aircraft, etc.

πλήρωμα, ναυτικό

πλήρωμα, ναυτικό

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crew"
international

happening in or between more than one country

διεθνής, παγκόσμιος

διεθνής, παγκόσμιος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "international"
space station

a large structure used as a long-term base for people to stay in space and conduct research

Διαστημικός Σταθμός, Διαστημική Σταθμός

Διαστημικός Σταθμός, Διαστημική Σταθμός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "space station"
space shuttle

a vehicle designed and used to go to space and return multiple times

διαστημικό λεωφορείο, διαστημικό αεροσκάφος

διαστημικό λεωφορείο, διαστημικό αεροσκάφος

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "space shuttle"
to train

to teach a specific skill or a type of behavior to a person or an animal through a combination of instruction and practice over a period of time

εκπαιδεύω, προποντώ

εκπαιδεύω, προποντώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to train"
to fly

to move or travel through the air

πετώ, ιπτάμαι

πετώ, ιπτάμαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fly"
tool

something such as a hammer, saw, etc. that is held in the hand and used for a specific job

εργαλείο, σκαρπέλο

εργαλείο, σκαρπέλο

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tool"
to invent

to make or design something that did not exist before

εφευρίσκω, κατασκευάζω

εφευρίσκω, κατασκευάζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to invent"
special

different or better than what is normal

ιδιαίτερος, ξεχωριστός

ιδιαίτερος, ξεχωριστός

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "special"
Earth

a big round mass covered in land and water, on which we all live

Γη, Πλανήτης Γη

Γη, Πλανήτης Γη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Earth"
straw

a thin tube made of plastic, glass, etc. for sucking drinks

καλαμάκι, σωλήνας ποτού

καλαμάκι, σωλήνας ποτού

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "straw"
to float

to be in motion on a body of water or current of air at a slow pace

επιπλέω, πλέω

επιπλέω, πλέω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to float"
of course

used to give permission or express agreement

Φυσικά, Ασφαλώς

Φυσικά, Ασφαλώς

Google Translate
[Επιφώνημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "of course"
to accomplish

to achieve something after dealing with the difficulties

επιτυγχάνω, κατορθώνω

επιτυγχάνω, κατορθώνω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accomplish"
to consider

to think about something carefully before making a decision or forming an opinion

εξετάζω, σκεφτόμαι

εξετάζω, σκεφτόμαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to consider"
birth

the event or process of a baby being born

γέννηση, τοκετός

γέννηση, τοκετός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "birth"
twin

either of two children born at the same time to the same mother

δίδυμος, δίδυμες

δίδυμος, δίδυμες

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "twin"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek