pattern

Βιβλίο Four Corners 3 - Ενότητα 2 Μάθημα Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 Μάθημα Α στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 3, όπως "προσωπικό", "εξαφανιστεί", "εκπληκτικά" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 3
personal

only relating or belonging to one person

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personal"
story

a description of events and people either real or imaginary

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "story"
amazingly

in a way that is extremely well or impressive

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amazingly"
fortunately

used to express that something positive or favorable has happened or is happening by chance

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fortunately"
sadly

in a sorrowful or regretful manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sadly"
strangely

in a manner that is unusual or unexpected

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strangely"
luckily

used to express that a positive outcome or situation occurred by chance

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "luckily"
suddenly

in a way that is quick and unexpected

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suddenly"
surprisingly

in a way that is unexpected and causes amazement

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "surprisingly"
unfortunately

used to express regret or say that something is disappointing or sad

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfortunately"
healthy

not having physical or mental problems

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "healthy"
to disappear

to no longer be able to be seen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to disappear"
little

below average in size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "little"
sweater

a piece of clothing worn on the top part of our body that is made of cotton or wool, has long sleeves and a closed front

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sweater"
someone

a person who is not mentioned by name

[αντωνυμία]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "someone"
to realize

to have a sudden or complete understanding of a fact or situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to realize"
wallet

a pocket-sized, folding case that is used for storing paper money, coin money, credit cards, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wallet"
lights out

the time in an institution such as a boarding school or the army when lights are turned off and people are supposed to go to sleep

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lights out"
everything

all things, events, etc.

[αντωνυμία]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "everything"
dark

having very little or no light

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dark"
candle

a block or stick of wax with a string inside that can be lit to produce light

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "candle"
meal

the food that we eat regularly during different times of day, such as breakfast, lunch, or dinner

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meal"
cereal

food made from grain, eaten with milk particularly in the morning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cereal"
dinner

the main meal of the day that we usually eat in the evening

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dinner"
while

a span of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "while"
to go out

(of fire or a light) to stop giving heat or brightness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go out"
to end

to bring something to a conclusion or stop it from continuing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to end"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek