pattern

Βιβλίο Four Corners 3 - Ενότητα 3 Μάθημα Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 Μάθημα Δ στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 3, όπως "fitted", "vintage", "artsy" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 3
to dress

to put clothes on oneself

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dress"
to impress

to give the impression of having a certain quality or being a certain type

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to impress"
image

a representation of something, such as a person, object, or scene, created with a medium such as a photograph, painting, or drawing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "image"
choice

an act of deciding to choose between two things or more

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "choice"
opposite

on the other side of an area when seen from a particular vantage point

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opposite"
sex

the state of having physical qualities that belong to a male or female

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sex"
target

a person, building, or area marked to be attacked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "target"
audience

a group of people who have gathered to watch and listen to a play, concert, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "audience"
to invest

to buy houses, shares, lands, etc. with the hope of gaining a profit

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to invest"
attention

the act of taking notice of someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attention"
artsy

having a strong interest or involvement in the arts, often showing a creative or unconventional style

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "artsy"
creative

making use of imagination or innovation in bringing something into existence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "creative"
crowd

a large group of people gathered together in a particular place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crowd"
vintage

the period or era when something of particular quality or value was created

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vintage"
touch

the ability of knowing what something feels like by placing one's hands or fingers on it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "touch"
the past

the time that has passed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "the past"
fancy

elaborate or luxurious, often beyond what is necessary or practical

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fancy"
chic

having an appealing appearance that is stylish

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chic"
personality

all the qualities that shape a person's character and make them different from others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personality"
simple

not involving difficulty in doing or understanding

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "simple"
generally

in a way that is true in most cases

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generally"
effort

an attempt to do something, particularly something demanding

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "effort"
to make an effort

to try to do or accomplish something, particularly something difficult

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [make] an effort"
to prefer

to want or choose one person or thing instead of another because of liking them more

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prefer"
fitted

(of clothes) made in a way that closely covers the body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fitted"
funky

fashionable in a way that is modern, unconventional, and exciting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "funky"
makeup

any type of substance that one uses to add more color or definition to one's face in order to alter or enhance one's appearance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "makeup"
flowery

having patterns or designs featuring flowers

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flowery"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek