pattern

Βιβλίο Four Corners 3 - Ενότητα 3 Μάθημα Α

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 Μάθημα Α στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 3, όπως "trend", "dye", "century" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 3
style

the manner in which something takes place or is accomplished

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "style"
fashion

the styles and trends of clothing, accessories, makeup, and other items that are popular in a certain time and place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fashion"
fashion statement

something unusual or new owned or worn to attract attention to oneself

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fashion statement"
used to

used to say that something happened frequently or constantly in the past but not anymore

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "used to"
trend

a fashion or style that is popular at a particular time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trend"
bracelet

a decorative item, worn around the wrist or arm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bracelet"
contact lens

a small and round piece of plastic that people put directly on their eyes in order to improve their ability to see

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "contact lens"
to dye

to change the color of something using a liquid substance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dye"
Roman

related to ancient Rome, its citizens, or empire

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Roman"
hair

the thin thread-like things that grow on our head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hair"
earring

a piece of jewelry worn on the ear

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "earring"
glasses

a pair of lenses set in a frame that rests on the nose and ears, which we wear to see more clearly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glasses"
high heels

shoes with tall and thin heels, usually worn by women

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "high heels"
leather jacket

a short coat that is often made of the skin of an animal and is worn on top of another clothing item

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leather jacket"
ponytail

a hairstyle in which the hair is pulled away from the face and gathered at the back of the head, secured in a way that hangs loosely

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ponytail"
sandal

an open shoe that fastens the sole to one's foot with straps, particularly worn when the weather is warm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sandal"
uniform

the special set of clothes that all members of an organization or a group wear at work, or children wear at a particular school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uniform"
shoe

something that we wear to cover and protect our feet, generally made of strong materials like leather or plastic

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shoe"
clothing

the items that we wear, particularly a specific type of items

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clothing"
eyewear

things such as glasses or contact lenses that people put on their eyes for protection or better vision

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eyewear"
hairstyle

the way in which a person's hair is arranged or cut

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hairstyle"
jewelry

objects such as necklaces, bracelets or rings, typically made from precious metals such as gold and silver, that we wear as decoration

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jewelry"
toga

a kind of loose and long outer clothing item worn by the people of ancient Rome

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toga"
wig

a piece of natural or synthetic hair that is worn on the head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wig"
piece

a part of an object, broken or cut from a larger one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "piece"
long

(of two points) having an above-average distance between them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "long"
century

a period of one hundred years

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "century"
rich

owning a great amount of money or things that cost a lot

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rich"
England

the largest country in the United Kingdom, located in Western Europe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "England"
France

a country in Europe known for its famous landmarks such as the Eiffel Tower

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "France"
American

relating to the United States or its people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "American"
jeans

pants made of denim, that is a type of strong cotton cloth, and is used for a casual style

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jeans"
teenager

a person aged between 13 and 19 years

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "teenager"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek