pattern

Βιβλίο Four Corners 3 - Ενότητα 1 Μάθημα Γ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 1 Μάθημα Γ στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 3, όπως «ζηλιάρης», «διψασμένη», «νευρική» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 3
angry

feeling very annoyed or upset because of something that we do not like

θυμωμένος, αγανακτισμένος

θυμωμένος, αγανακτισμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "angry"
busy

having so many things to do in a way that leaves not much free time

πολύασχολος, καταπονημένος

πολύασχολος, καταπονημένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "busy"
hungry

needing or wanting something to eat

πεινασμένος, δακρυσμένος

πεινασμένος, δακρυσμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hungry"
jealous

feeling angry and unhappy because someone else has what we want

ζηλιάρης, ζηλόφθονος

ζηλιάρης, ζηλόφθονος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jealous"
lonely

feeling sad because of having no one to talk to or spend time with

μοναχικός, μοναξιά

μοναχικός, μοναξιά

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lonely"
nervous

worried and anxious about something or slightly afraid of it

νευρικός, ανήσυχος

νευρικός, ανήσυχος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nervous"
scared

feeling frightened or anxious

φοβισμένος, τρομαγμένος

φοβισμένος, τρομαγμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scared"
sleepy

feeling the need or desire to sleep

κοιμισμένος, νυσταγμένος

κοιμισμένος, νυσταγμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sleepy"
thirsty

wanting or needing a drink

διψασμένος, διψώ

διψασμένος, διψώ

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thirsty"
upset

feeling unhappy, worried, or disappointed, often because something unpleasant happened

αναστατωμένος, λυπημένος

αναστατωμένος, λυπημένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upset"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek