pattern

Βιβλίο Four Corners 4 - Ενότητα 4 Μάθημα Δ

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 Μάθημα Δ στο βιβλίο μαθημάτων Four Corners 4, όπως "πληρωμή προς τα εμπρός", "αυθόρμητα", "κατά τη διάρκεια" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Four Corners 4
act

something specific that a person does

πράξη, ενέργεια

πράξη, ενέργεια

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "act"
kindness

the quality of being caring toward people, animals, or plants

καλοσύνη, καλοσυνάτη

καλοσύνη, καλοσυνάτη

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kindness"
during

used to express that something happens continuously from the beginning to the end of a period of time

κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια του

κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια του

Google Translate
[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "during"
rainstorm

a heavy rainfall

βροχή, καταιγίδα

βροχή, καταιγίδα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rainstorm"
litter

waste such as bottles, papers, etc. that people throw on a sidewalk, park, or other public place

σκουπίδια, αχρησιμοποίητα

σκουπίδια, αχρησιμοποίητα

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "litter"
in common

having something shared or mutually owned by two or more people or groups

από κοινού, σε κοινό

από κοινού, σε κοινό

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in common"
random

chosen, done, or happening by chance and without any particular plan, method, or purpose

τυχαίος, άσχετος

τυχαίος, άσχετος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "random"
selfless

putting other people's needs before the needs of oneself

αυτοθυσία (afthothysía), ανιδιοτελής (anidiótelis)

αυτοθυσία (afthothysía), ανιδιοτελής (anidiótelis)

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "selfless"
to expect

to think or believe that it is possible for something to happen or for someone to do something

αναμένω, περιμένω

αναμένω, περιμένω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to expect"
spontaneous

done or happening naturally, without any prior thought or planning

αυθόρμητος, αβίαστος

αυθόρμητος, αβίαστος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spontaneous"
anonymously

without revealing one's identity or name

ανώνυμα, χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητά της

ανώνυμα, χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητά της

Google Translate
[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anonymously"
encouraged

feeling hopeful or motivated, often as a result of support or positive feedback from others

ενθαρρυμένος, παρακινδυνευμένος

ενθαρρυμένος, παρακινδυνευμένος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "encouraged"
unofficial

lacking validation or approval from an established authority or organization

ανεπίσημος, μη επίσημος

ανεπίσημος, μη επίσημος

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unofficial"
to pay it forward

to a good deed for someone else after someone has helped one

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [pay] it forward"
parking spot

a designated space for a vehicle to park, often marked by lines or signs

θέση στάθμευσης, χώρος στάθμευσης

θέση στάθμευσης, χώρος στάθμευσης

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parking spot"
flat tire

a tire of a car, bike, etc. that has been deflated

ξεφούσκωτος τροχός, κενός τροχός

ξεφούσκωτος τροχός, κενός τροχός

Google Translate
[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flat tire"
elderly

advanced in age

ηλικιωμένος, προχωρημένης ηλικίας

ηλικιωμένος, προχωρημένης ηλικίας

Google Translate
[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elderly"
to require

to need or demand something as necessary for a particular purpose or situation

απαιτώ, χρειάζομαι

απαιτώ, χρειάζομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to require"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek